Δευτέρα 14 Μαΐου 2012

Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας – στρατευμένος δημιουργός
στην αναζήτηση της ελληνικής ταυτότητας

«Και μόνο το γεγονός ότι είχε τη δύναμη τόσο νέος ακόμη να ξεφορτωθεί το βάρος μιας κληρονομιάς τυραννικής και να προσαρμοστεί στις διαθέσεις της διεθνούς πρωτοπορίας, με αξιώσεις και επιτεύγματα που ένα πλήθος αλλοφύλων διεκδικούσε, ήταν κάτι περισσότερο από ευοίωνο (...)».
«Aκόμη και στις πιο φωτεινές, τις πιο καθάριες, τις πιο διαυγείς συνθέσεις του N. Xατζηκυριάκου - Γκίκα πλανιέται ένα μυστήριο. Eίναι ένα μυστήριο δροσερό, γνώριμο που το ξαναβρίσκουμε με ανακούφιση γιατί είναι δικό μας».
 Oδυσσέας Eλύτης (Aγγλοελληνική επιθεώρηση, Iανουάριος 1947)

Με δάσκαλό του τον Κωνσταντίνο Παρθένη, ο Ν. Χατζηκυριάκος-Γκίκας (Αθήνα 1906-1994) έχει στο ενεργητικό του πενήντα ατομικές εκθέσεις, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Το 1937 εκδίδει μαζί με τον Δ. Πικιώνη, τον Τ.Κ. Παπατσώνη και τον Π. Καραντινό το πρωτοποριακό περιοδικό «Το Τρίτο Μάτι».
Ονομάσθηκε πατριάρχης της ζωγραφικής, ωστόσο μας  έχει δώσει και αξιόλογα  δείγματα της χαρακτικής και της γλυπτικής τέχνης, καθώς και της σκηνογραφίας, ενώ σχεδιάζει επίσης σκηνικά και κοστούμια για παραστάσεις. Γράφει άρθρα και μελέτες για την Αρχιτεκτονική και την Τέχνη. Διετέλεσε και καθηγητής ζωγραφικής στο Πολυτεχνείο.
Ο Χατζηκυριάκος-Γκίκας έκανε την πρώτη του ατομική έκθεση στο Παρίσι σε ηλικία 21 ετών και ο Πάμπλο Πικάσο είπε γι’ αυτόν: «Αυτός ο ζωγράφος έχει μεγάλη ηθική συνείδηση».
«Αναμνήσεις από την Ύδρα 1948-1976», Εθνική Πινακοθήκη
Βλέπουμε πώς αποδίδονται με ορθολογική ακρίβεια σχήματα
του ελληνικού χώρου, με ένα ύφος  που πίσω του
κρύβει λυρισμό.

Με επιδράσεις από τον Πικάσο και ιδίως τον Μπρακ ως τη δεκαετία του 1950, ίσως και αργότερα, διαμόρφωσε ένα ιδίωμα που συνδυάζει τη φωτεινότητα του χρώματος με το λεπτό αραβούργημα της γραμμής, εμπνεόμενος από την αρχιτεκτονική δομή νησιών, όπως η Ύδρα. Ωστόσο, στα τέλη της δεκαετίας του 1930 στους πίνακές του πραγματοποιείται κάποια αλλαγή που δεν σχετίζεται με την εγκατάλειψη του ύφους του αλλά με την εισαγωγή τυπολογικών στοιχείων τα οποία παραπέμπουν στο ελληνικό τοπίο.
Ο  καλλιτέχνης αποκόπτεται από τα δυτικά καλλιτεχνικά ρεύματα προς όφελος της ελληνικότητας, μια διαδικασία που φυσικά επιτεύχθηκε μέσω της άριστης γνώσης της ευρωπαϊκής πολιτικής.

 Είναι η εποχή που η Γενιά του ’30 αναζητεί τα χαρακτηριστικά της ελληνικότητας, ύστερα από την αίσθηση  της εθνικής απομόνωσης μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, μια σαφέστερη περιχαράκωση σε σχέση με τα καθαυτό εθνικά χαρακτηριστικά ενός λαού. Η ελληνικότητα, με διαφοροποίηση από τους Δυτικοευρωπαίους εταίρους αλλά και από τους Οθωμανούς, αποκτά ουσιαστικά, ως αξία του πολιτισμού, τον χαρακτήρα ενός ιδεολογήματος που δεν στερείται βεβαίως αντιφάσεων, όπως κάθε ιδεολόγημα.
Και είναι αλήθεια, μόνο έτσι η ζωγραφική του Γκίκα γίνεται –ιδίως μεταπολεμικά– ευρέως αποδεκτή, παρά τον καινοτόμο χαρακτήρα της.

Μανάβικον «ο Απόλλων»
Εν τω μεταξύ, το μεταξικό καθεστώς θα εκμεταλλευθεί κατά κόρον οτιδήποτε για να υποστηρίξει την αυταρχική πολιτική του και φυσικά δεν θα μπορούσε να αρνηθεί τη στήριξη ενός αναγνωρισμένου καλλιτέχνη, αφού ο χαρακτήρας της ελληνικότητας συσχετιζόταν προφανώς και με το όφελος που το καθεστώς μπορούσε να αποκομίσει, δηλαδή η ελληνικότητα προσαρμόζεται και στις εκάστοτε «προπαγανδιστικές ανάγκες».
Ο Μεταξάς προτείνει από καθέδρας : «Τα πρότυπά σας … πρέπει να είναι τύποι και μορφές γνησίως ελληνικές. Πρέπει να πάτε όσο μπορείτε πιο κοντά στον λαό που μοχθεί, που χαροπαλεύει και να ακούσετε την κλίμακα των συναισθημάτων του…».
Μάλιστα ο Γκίκας αρθρογραφεί μέσα από τις σελίδες του «Νέου Κράτους», ημιεπίσημου περιοδικού του καθεστώτος του Μεταξά. «Η παρότρυνσις του κ. Πρωθυπουργού όπως δημιουργήσουμε ελληνική τέχνη, βρίσκει πολλούς από εμάς σύμφωνους», γράφει το 1938, σε ένα τεύχος που ο ίδιος έχει σχεδιάσει και το εξώφυλλο.
Το όλο του έργο μαρτυρεί έναν αριστοκρατικό εκλεκτισμό, άρτιες γνώσεις, και την αναζήτηση ενός εκφραστικού πλούτου με μεστά και εχέμυθα μέσα. Το χρώμα τραγουδάει με άνεση και οι πίνακές του έχουν μνημειακή μεγαλοπρέπεια.

«Μυστράς»






Το πρώτο πρωινό του κόσμου
Κορυφαίο στην πώληση κατά τη δηµοπρασία ελληνικών έργων τέχνης στο Λονδίνο από τον οίκο Sotheby’s, τον Νοέμβριο του 2010, αναδείχθηκε ο «Μυστράς» του Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα, πίνακας ο οποίος πωλήθηκε για 520.809 ευρώ, έναντι αρχικής εκτίμησης 175.000-234.000 ευρώ, επιτυγχάνοντας νέο ρεκόρ για τον καλλιτέχνη.





Κηφισιά (1973)

Εργαστήρι στο Παρίσι (1965)

Θέα των Αθηνών

Σύνθεση με ρυθμικά αντικείμενα (1935)
Γλέντι στην ακρογιαλιά


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...