Τρίτη 16 Απριλίου 2013

Αντόν Πάβλοβιτς Τσέχωφ - έτη μπροστά από την εποχή του

 (Ταγκανρόγκ, Ρωσία, 1860 - Μπάντεβαϊλερ, Γερμανία 1904)
Κορυφαίος θεατρικός συγγραφέας και ο εξοχότερος από τους σύγχρονους διηγηματογράφους.  Λειτουργώντας υπαινικτικά, με ύφος λιτό, με απαράμιλλη ευαισθησία, ανθρωπιά και γνώση για το ανθρώπινο συναίσθημα, αλλά και με την ψυχρότητα του επιστήμονα, καταγράφει τη θλίψη, τη ρουτίνα, την έλλειψη επικοινωνίας, τους ανολοκλήρωτους πόθους και τις αδυναμίες των ανθρώπων. Μέσα σε έναν κόσμο που πεθαίνει, ο Τσέχωφ διαβλέπει την ελπίδα της φωτεινής αυγής, όπου οι άνθρωποι, λιγότερο σκληροί, λιγότερο εγωιστές, θα δημιουργήσουν έναν κόσμο ευτυχισμένο, μια ζωή βασισμένη στην εργασία και στην επιστήμη.
Γιος δουλοπάροικου που εξαγόρασε την ελευθερία του και έγινε βιοπαλαιστής μικροπαντοπώλης αλλά και συνάμα τυραννικός προς την οικογένειά του και μέθυσος. Έτσι, τα παιδικά του χρόνια του άφησαν οδυνηρές αναμνήσεις που με τα μετέπειτα βιώματά του αφομοιώθηκαν και αναπλάσθηκαν στα μοναδικά έργα του. Έλαβε την καλύτερη μόρφωση και το 1884 πήρε το πτυχίο της Ιατρικής. Για να συντηρήσει τη μητέρα και τα τρία μικρότερα αδέλφια του, ξεκίνησε ως ελεύθερος δημοσιογράφος. Από το 1888 αρχίζει μια σειρά που φθάνει στα 50 διηγήματα, στα οποία, μαζί με τα θεατρικά του έργα, στηρίζεται αυτή η φήμη του. Ασχολείται σχεδόν αποκλειστικά με το σοβαρό θέατρο, το χιούμορ όμως πάντα καραδοκεί, υπαινικτικό και υποδόριο. Ένα από τα αξιολογότερα διηγήματα αυτή την εποχή είναι το Μια ανιαρή ιστορία (1889), που εντυπωσιάζει η ευφυΐα και η βαθύτατη διαίσθηση που αναδύεται από το έργο, και μάλιστα από έναν νεαρό στην ηλικία συγγραφέα. Αυτό το διήγημα μαζί με το θεατρικό έργο Ιβάνωφ συμπεριλαμβάνονται σε μια ομάδα έργων που έχουν χαρακτηρισθεί ως κλινικές μελέτες.

Με την Όλγα Κνίπερ, τον μεγάλο του έρωτα
Έχει γίνει πια γνωστός, οι Ρώσοι κριτικοί ασχολούνται μαζί του και εθισμένοι στη θεωρία, όπως και το κοινό της εποχής, ότι ένας συγγραφέας θα έπρεπε να είναι εκπρόσωπος της τέχνης των γραμμάτων αλλά και δάσκαλος της ζωής, του προσάπτουν ότι δεν έχει αποκρυσταλλωμένες πολιτικές και κοινωνικές απόψεις και ότι τα έργα του στερούνται από την αίσθηση μιας κατεύθυνσης. Ο Τσέχωφ ενοχλείται πολύ από αυτό, γιατί είναι απολιτικός, φιλοσοφικά αδέσμευτος και δυσανασχετεί με τις αφηρημένες και δήθεν βαθυστόχαστες ψευδοφιλοσοφίες. Γι’ αυτόν τον λόγο, αποφασίζει αιφνιδιαστικά να κάνει ένα μακρύ και επίπονο ταξίδι, στις αρχές του 1890, πραγματοποιώντας μια κοινωνιολογική έρευνα στη νήσο Σαχαλίνη, τόπο εκτοπισμού καταδίκων. Η πραγματεία Η νήσος Σαχαλίνη, με συγκλονιστική περιγραφή των φρικτών συνθηκών ζωής των καταδίκων, εξακολουθεί και σήμερα να κατέχει εξέχουσα θέση στα χρονικά της ρωσικής εγκληματολογίας.
Παρά την κοινωνικότητα του Τσέχωφ, οι φίλοι του ήταν λιγοστοί. Μεταξύ αυτών, για ένα διάστημα, ο στενότερός του ήταν ο ιδιοκτήτης της εφημερίδας «Νέοι καιροί» Αλεξέι Σουβόριν, στην οποία δημοσιεύθηκαν πολλά έργα του. Ο συγγραφέας ωστόσο, υποστηρίζοντας τον Ζολά, δυσφημίσθηκε εξαιτίας της θέσης που πήρε η εφημερίδα στη γνωστή υπόθεση Ντρέυφους, με αποτέλεσμα να διακοπεί οριστικά και η σχέση τους.

Ο θείος Βάνιας
Ένα μακροσκελές, περίπλοκο και τολμηρά ευτράπελο έργο, με τίτλο Ο δαίμονας του δάσους, αναδιαμορφώνεται από τον συγγραφέα την περίοδο 1890-1896 σε ένα πραγματικά θαυμάσιο έργο, τον Θείο Βάνια. Εδώ αποδίδεται με υπέροχο τρόπο η αίσθηση της χωρίς νόημα ζωής σε ένα αγρόκτημα. Ο Ιβάν, γνωστός και ως θείος Βάνιας, αγωνίζεται απελπισμένα να διαχειριστεί το οικογενειακό κτήμα μαζί με την ανύπαντρη ανιψιά του, τη Σόνια. Και οι δύο δουλεύουν σκληρά και ζουν φτωχικά και στερημένα για να στείλουν όλες τις οικονομίες στον πατέρα της Σόνια, που τον θεωρούν άνθρωπο με εξαιρετικές πνευματικές ικανότητες. Όταν ο πατέρας της Σόνια έρχεται να περάσει μαζί με τη νέα και όμορφη δεύτερη γυναίκα του στην εξοχή, ο Βάνιας, επιτέλους, συνειδητοποιεί ότι ο άνδρας της πεθαμένης αδελφής του είναι ένας βαρετός, εγωιστής, αχάριστος και ματαιόδοξος ηλικιωμένος άνδρας και τίποτε περισσότερο. Ένας κενός άνθρωπος, που δεν ενδιαφέρεται παρά για τον εαυτό του. Η πίκρα πλημμυρίζει τον Βάνια και αποχαιρετάει με θλίψη όλα αυτά τα χρόνια που πήγαν χαμένα σε μια αυταπάτη, σε μια λαθεμένη εκτίμηση. 
Άλλες απόπειρες του Τσέχωφ, μονόπρακτες φάρσες: Η αρκούδα, Πρόταση σε γάμο, Ο γάμος κ.ά.
Το 1892 θα αγοράσει ένα κτήμα στο χωριό Μελίχοβο, 80 χιλιόμετρα από τη Μόσχα. Εκεί θα διενεργήσει εράνους για την ανέγερση σχολείων και θα παρέχει ιατρικές υπηρεσίες στους χωριάτες, αλλά και σε ανθρώπους από τη Μόσχα και την Αγία Πετρούπολη. Πρέπει να τονισθεί ότι το Μελίχοβο ήταν η πιο δημιουργική περίοδος της ζωής του. Έξοχα διηγήματα, που προκαλούν μεγάλη αίσθηση, με θέματα καθημερινής ζωής και χωρικούς χωρίς συναισθηματισμούς και εξιδανικεύσεις: Η πεταλούδα, Οι γείτονες, Μια ανώνυμη ιστορία, Ο μαύρος καλόγερος και το 1895 το Φόνος και Αριάδνη.

Ο Γλάρος
Το τετράπρακτο αυτό έργο, χρονολογείται με σιγουριά αυτή την περίοδο. Ο χαρακτηρισμός του ως «κωμωδία» είναι παραπλανητικός. Είναι το πλέον λυρικό και ποιητικό έργο του Tσέχωφ. Το έργο, που είναι εμπνευσμένο εν μέρει από συμβάντα της ζωής φίλων του Ρώσου συγγραφέα, αναφέρεται στη σύγκρουση της παλαιότερης με τη νεότερη γενιά και την επίδρασή της σε δύο συγγραφείς, έναν καταξιωμένο και έναν νέο, και σε δύο γυναίκες ηθοποιούς, μια επιτυχημένη και μια επίδοξη, τα οποία αποτελούν αντιστοίχως ερωτικά ζευγάρια.
H μορφή της Nίνας Zαρέτσναγια, η μορφή του γλάρου στη ρωσική λογοτεχνία, έγινε σύμβολο της νίκης του ανθρώπινου πνεύματος πάνω σε όλες τις αντιξοότητες και τις δυσκολίες της ζωής. H έκκληση του Tσέχωφ «να μη φοβάστε τη ζωή» στρεφόταν κατά της αστικής τέχνης, η οποία πάντοτε απομάκρυνε από την αντικειμενική πραγματικότητα.
Η πρώτη παράσταση του «Γλάρου» στην Αγία Πετρούπολη θα έχει παταγώδη αποτυχία – το κοινό θα φύγει πριν από τη δεύτερη πράξη. Ύστερα από δύο χρόνια θα ανέβει στο νεοσύστατο Θέατρο Τέχνης της Μόσχας και ο Τσέχωφ θα καθιερωθεί πλέον ως δραματουργός.

Ο Βυσσινόκηπος από το
Θέατρο Τέχνης της Μόσχας



Τα πρώτα σοβαρά συμπτώματα της φυματίωσης τον αναγκάζουν να πουλήσει το κτήμα και να κτίσει μια έπαυλη στη Γιάλτα όπου θα μένει πολλές φορές αποκομμένος τον χειμώνα και πότε θα διαμένει στη Γαλλική Ριβιέρα. Εν τω μεταξύ, θα παντρευτεί την Όλγα Κνίπερ, τον μοναδικό μεγάλο έρωτα της ζωής του, θα ζουν όμως χωρισμένοι διότι εκείνη ως ηθοποιός του Θεάτρου Τέχνης θα συνεχίσει τη σταδιοδρομία της.
Με τα οικονομικά του δεν τα πήγαινε καθόλου καλά και πούλησε τα δικαιώματα όλων των έργων του στον Α.Φ. Μαρξ για ένα πολύ χαμηλό ποσό.
Είναι η περίοδος που ο Τσέχωφ εστιάζεται στο θέατρο και γράφει δύο αριστουργήματα για το Θέατρο Τέχνης της Μόσχας, του οποίου η γέννηση
είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το έργο του μεγάλου συγγραφέα. Το Θέατρο Τέχνης της Μόσχας ιδρύθηκε το 1898 από τους Νεμίροβιτς και Στανισλάφσκι, διάσημο ανανεωτή που απάλλαξε τη ρωσική σκηνή από την παράδοση του μελοδραματικού στόμφου, απαιτώντας από τους ηθοποιούς απλότητα και φυσικότητα. Κατά τη διάρκεια αυτών των πρώτων παραστάσεων γεννήθηκε ένα νέο είδος υποκριτικής και σκηνοθεσίας, η μέθοδος Στανισλάφσκι, που σημάδεψε την ιστορία του παγκόσμιου θεάτρου. 
  
Τρεις αδελφές 
Είναι το ένα από τα αριστουργήματά του. Ο Τσέχωφ αποδίδει με υπέροχη ευαισθησία τους ανικανοποίητους πόθους τριών γυναικών. Η Ειρήνα, η Μάσα και η Όλγα Πραζόρωφ ζουν μαζί με τον αδελφό τους Αντρέι σε μια επαρχιακή πόλη. Οι γονείς τους έχουν πεθάνει, και οι τρεις αδελφές νοσταλγούν την εποχή που ζούσαν μαζί με τον στρατηγό πατέρα τους στη Μόσχα, σε ένα μεγάλο σπίτι γεμάτο κόσμο και διασκεδάσεις. Τώρα πια η μοναδική τους διέξοδος είναι να δέχονται στο σπίτι τους αξιωματικούς της φρουράς της περιοχής, προσπαθώντας  να προσαρμοστούν σε μια κατάσταση που απέχει πολύ από τις πραγματικές τους επιθυμίες.
Έρωτες και φιλοδοξίες, ελπίδες και όνειρα φυτρώνουν σαν τα λουλούδια σε αυτό το περιβάλλον, για να μαραθούν γρήγορα, χωρίς να βγάλουν ποτέ άνθη.

 Ο Βυσσινόκηπος
Το δεύτερο έργο είναι και το κύκνειο θεατρικό άσμα του Αντόν Τσέχωφ. Γράφηκε το 1903 και αποτελεί ένα από τα πιο γνωστά και αγαπημένα έργα της παγκόσμιας θεατρικής σκηνής. 
Το στοιχείο που το κάνει να ξεχωρίζει και να αγγίζει το θεατρόφιλο κοινό όλου του πλανήτη είναι ότι σε αυτό, περισσότερο από κάθε άλλο έργο του δημιουργού, φαίνεται η δυσκολία, η αδυναμία πολλές φορές των ανθρώπων να συνειδητοποιήσουν τις αλλαγές στο κοινωνικό περιβάλλον και τον καταλυτικό ρόλο που παίζουν στην προσωπική τους ζωή.
 Ο Τσέχωφ επέμενε ότι ήταν κωμωδία, σε ορισμένες στιγμές ακόμη και φάρσα, ζωγραφίζοντας μια οδυνηρή εικόνα της παρακμής της τάξης των γαιοκτημόνων, οι χαρακτήρες, παρ’ όλα αυτά, παραμένουν κωμικοί.  Και όντως τα πρόσωπα του έργου είναι κωμικά – ή μάλλον θα ήταν αν δεν ήταν ταυτόχρονα και τόσο «τραγικά» μέσα από τις αντιθέσεις και τις συγκρούσεις τους. Το στοιχείο της φάρσας και οι κωμικοί χαρακτήρες έρχονται σε αντιπαράθεση με τη δραματική αίσθηση της απώλειας και του ανικανοποίητου. Εκείνος όμως ενοχλείτο γιατί η σκηνοθεσία τα αντιμετώπιζε ως βαριά έργα. Η πρώτη παράσταση, λοιπόν, που παίχθηκε στη Μόσχα στις 17 Ιανουαρίου 1904 από το Θέατρο Τέχνης, δεν ικανοποίησε τον Τσέχωφ.
Τα έργα της ωριμότητάς του έχουν πια καθιερωθεί στο παγκόσμιο δραματολόγιο, εξακολουθεί όμως να παραμένει αμφίβολο το κατά πόσον η επιθυμία του αυτή ικανοποιήθηκε ποτέ, εκτός από ελάχιστες περιπτώσεις.
Ο πραγματικός τίτλος του «Βυσσινόκηπου» είναι «Ο κήπος με τις κερασιές».
Ένα σπίτι στην εξοχή με τον ωραιότερο κήπο με κερασιές της περιοχής βρίσκεται στα πρόθυρα της χρεοκοπίας και της κατάρρευσης. Οι σχεδόν αδιάφοροι μικροαστοί ιδιοκτήτες του δεν κάνουν τίποτα για να το σώσουν από την πώληση. Χάνουν το αγαπημένο τους πατρικό σπίτι και το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να το κοιτούν και να αναπολούν... Να αναβιώνουν τις παιδικές τους αναμνήσεις, να νοσταλγούν τις παλιές ευχάριστες στιγμές, να χορεύουν, να γελούν, να φλερτάρουν... Τίποτα δεν τους κάνει να μετανιώνουν για την απόφασή τους, ακόμη και όταν ακούν τα τσεκούρια να χτυπούν δυνατά και να κόβουν τις αγαπημένες τους κερασιές.
Στις 17 Ιανουαρίου 1904 είναι η πρεμιέρα του «Βυσσινόκηπου» και τον ρόλο της Ρεβενσκάγια έχει η Ολγα. Στις 8 Φεβρουαρίου ξεσπάει ο Ρωσοϊαπωνικός πόλεμος. Η υγεία του Τσέχωφ κλονίζεται άσχημα και συνοδευόμενος από την Ολγα πηγαίνει στο Βερολίνο, όπου οι γιατροί διαπιστώνουν ότι δεν μπορεί να γίνει τίποτε πλέον. Τον φορτώνουν φάρμακα που αρνείται να πάρει, ενώ προτιμάει ένα μπουκάλι σαμπάνια. Τη νύχτα της 2ας Ιουλίου ξυπνάει τη γυναίκα του, της ψιθυρίζει «πεθαίνω», αγγίζει με τα χείλη του μια κούπα σαμπάνια και γέρνει νεκρός. Ήταν μόλις 44 χρόνων. Η σορός του μεταφέρεται σε ένα βαγόνι με στρείδια και από λάθος οι παριστάμενοι ακολουθούν έναν άλλο νεκρό στρατιωτικό με τη συνοδεία μπάντας. Θάφτηκε στο κοιμητήρι Νοβοντέβιτσι και πάνω από τον τάφο του γέρνουν τα κλαριά μιας κερασιάς. 
Μαρ.Μαρ.
Πηγές:
Π.Λ.Μπριτάννικα
7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ, ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ

3 σχόλια:

  1. Εισται ανορθογραφη και ψευτες γιατι δεν γραφή τίποτα για την Εποχή του

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Εισται ανορθογραφη και ψευτες γιατι δεν γραφή τίποτα για την Εποχή του

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...