(Κέρκυρα 1776 - Ναύπλιο 1831). Ευρωπαίος διπλωμάτης, πολιτικός και γιατρός. Θα καταβληθεί μια προσπάθεια να καταγραφεί αδρομερώς ο βίος και το έργο της μεγάλης αυτής μορφής που αδικήθηκε από την ελληνική Ιστορία και δεν αναγνωρίσθηκε όσο θα έπρεπε.
Γόνος επιφανούς κερκυραϊκής οικογένειας, ανέλαβε σημαντικές θέσεις στη διοίκηση της Ιονίου Πολιτείας (1802-1807). Υπηρέτησε στο υπουργείο Εξωτερικών της Ρωσίας (1809). Ανέλαβε ως «εν ενεργεία σύμβουλος της Επικρατείας», όπως τον είχε ονομάσει ο τσάρος Αλέξανδρος Α’, τη λύση του περίπλοκου ζητήματος της Ελβετίας (1813-1814) και εκτέλεσε με επιτυχία την αποστολή του, θεμελιώνοντας το ομοσπονδιακό σύστημα της χώρας και κατοχυρώνοντας την ουδετερότητά της. Οι Ελβετοί, μάλιστα, αναγνωρίζοντας τις υπηρεσίες του, τον τίμησαν με πολλούς τρόπους, και ιδιαίτερα η πόλη της Γενεύης και τα γαλλόφωνα καντόνια τον ονόμασαν επίτιμο πολίτη τους.
Γόνος επιφανούς κερκυραϊκής οικογένειας, ανέλαβε σημαντικές θέσεις στη διοίκηση της Ιονίου Πολιτείας (1802-1807). Υπηρέτησε στο υπουργείο Εξωτερικών της Ρωσίας (1809). Ανέλαβε ως «εν ενεργεία σύμβουλος της Επικρατείας», όπως τον είχε ονομάσει ο τσάρος Αλέξανδρος Α’, τη λύση του περίπλοκου ζητήματος της Ελβετίας (1813-1814) και εκτέλεσε με επιτυχία την αποστολή του, θεμελιώνοντας το ομοσπονδιακό σύστημα της χώρας και κατοχυρώνοντας την ουδετερότητά της. Οι Ελβετοί, μάλιστα, αναγνωρίζοντας τις υπηρεσίες του, τον τίμησαν με πολλούς τρόπους, και ιδιαίτερα η πόλη της Γενεύης και τα γαλλόφωνα καντόνια τον ονόμασαν επίτιμο πολίτη τους.
Συμμετείχε μάλιστα στο Συνέδριο της Βιέννης το1815. Διετέλεσε υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας (1815-1822), ενώ προκάλεσε αντιδράσεις για τις φιλελεύθερες απόψεις του. Όταν του ζητήθηκε, αρνήθηκε να αναλάβει την ηγεσία της Φιλικής Εταιρείας (1817) με το αιτιολογικό ότι οι συνθήκες για επανάσταση δεν ήταν ακόμη ώριμες. Η ιδεολογία και το «πολιτικό του πιστεύω» δεν ήταν συμβατά με επαναστατικά κινήματα, και επίσης θεωρούσε ότι μια εξέγερση στην Ελλάδα, χωρίς την απαραίτητη προετοιμασία, θα συναντούσε την καθολική αποδοκιμασία των αντιδραστικών κύκλων της Ευρώπης και ίσως να προκαλούσε και στρατιωτική επέμβαση, όπως έγινε με την επανάσταση των Καρμπονάρων στη Νεάπολη.
Ωστόσο, στο μέτρο του δυνατού προστάτευσε τους Φιλικούς και, κατά μαρτυρία του ίδιου του Αλέξανδρου Υψηλάντη, του είχε εκφράσει την επιδοκιμασία του για την επικείμενη επανάσταση στη Μολδοβλαχία και είχε ενθαρρύνει τις ενέργειές του. Άλλωστε, υποστήριξε με διπλωματικές πρωτοβουλίες κατόπιν την Επανάσταση και δεν έπαψε να προσφέρει ποικίλες υπηρεσίες στον Αγώνα των Ελλήνων, συνδεόμενος με φιλελληνικές οργανώσεις της Ευρώπης και διευκολύνοντας τις ενέργειές τους για παροχή ενισχύσεων στους επαναστατημένους Έλληνες. Ασχολήθηκε επίσης με την περίθαλψη ελληνικών οικογενειών που είχαν καταφύγει στην Ευρώπη, καθώς και με την εκπαίδευση των παιδιών τους, ενώ, χάρη στο κύρος του, προσπάθησε να επηρεάσει και ορισμένους πολιτικούς κύκλους.
Τον Μάιο του 1827, με πρωτοβουλία του Κολοκοτρώνη, ανακηρύσσεται από την Γ’ Εθνική Συνέλευση κυβερνήτης της Ελλάδος για μια επταετία. Δέχεται την πρόσκληση τον Αύγουστο του 1827, σε μια στιγμή που η χώρα ήταν ρημαγμένη και η ίδια η Επανάσταση ψυχορραγούσε. Παραιτείται, τότε, από τη θέση του υπουργού Εξωτερικών της Ρωσίας και αρνείται τη χορήγηση ισόβιας τιμητικής σύνταξης 60.000 φράγκων από τον τσάρο Νικόλαο, επιθυμώντας να μείνει ανεπηρέαστος από κάθε ξένη επιρροή. Έπειτα από την Πετρούπολη επισκέπτεται τις κυριότερες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες (Αγγλία, Γαλλία) για να ζητήσει διπλωματική και οικονομική βοήθεια για το νέο κράτος, αποτυγχάνοντας όμως να κερδίσει την υποστήριξή τους παρά τη διαβεβαίωση ότι θα τηρούσε πολιτική ίσων αποστάσεων.
Οι κακές καιρικές συνθήκες τον καθηλώνουν στην Ανκόνα, και στις 6 Ιανουαρίου 1828, τελικά, φθάνει στο Ναύπλιο. Η Ελλάδα βρίσκεται σε τραγική κατάσταση – ολόκληρη η Πελοπόννησος, εκτός Αργολίδας και Μάνης, ήταν στα χέρια του Ιμπραήμ και των Αιγυπτίων και η περισσότερη Στερεά υπό τον έλεγχο του Κιουταχή.
Πρώτος στόχος του ήταν να ενισχύσει την κυβερνητική εξουσία και να διασφαλίσει την αποδοχή της από τις αντίπαλες φατρίες. Για αυτόν τον σκοπό, συγκέντρωσε στα χέρια του την εκτελεστική και τη νομοθετική εξουσία, καθώς οι προύχοντες και οι Φαναριώτες που διοικούσαν ως τότε την Ελλάδα αντιμετωπίζονταν με δυσπιστία από την πλειονότητα των Ελλήνων. Προκάλεσε τη διάλυση της Εθνοσυνέλευσης, αντικαθιστώντας την με ένα εικοσιεπταμελές Πανελλήνιο Συμβούλιο, στο οποίο διόρισε εκπροσώπους από τις εξεγερμένες περιοχές ώστε να κρατήσει την κατάλληλη ισορροπία μεταξύ τους. Αυτή όμως η προσπάθεια προσεταιρισμού των εχθρών δεν είχε παρά μόνο βραχυπρόθεσμη επιτυχία.
Έπειτα προσπάθησε να οργανώσει σε σύγχρονες βάσεις το κράτος. Διαίρεσε τη χώρα διοικητικά και διόρισε στα τμήματα (νομούς) επιτρόπους (διοικητές), αναγνωρίζοντας σημαντικό ρόλο και στις παραδοσιακές δημογεροντίες. Έφερε στην Ελλάδα Επτανήσιους που γνώριζαν τις πρακτικές της σύγχρονης διοίκησης και τους έδωσε κρίσιμες αρμοδιότητες, προκαλώντας ταυτόχρονα τη δυσαρέσκεια των παραδοσιακών προυχόντων. Ανασύνταξε επίσης τον στρατό και τον στόλο – παρά τις τρομερές δυσκολίες– ζητώντας και τη συνδρομή των Ευρωπαίων για να εκδιωχθεί ο Ιμπραήμ από την Πελοπόννησο και δέχτηκε την αποβίβαση εκεί ικανού αριθμού Γάλλων στρατιωτών.
Όταν ξέσπασε ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος του 1828 προσπάθησε για την ανακατάληψη της Στερεάς και ως τα μέσα του 1829 είχαν καταληφθεί περίπου όσες περιοχές της προβλεπόταν από το Πρωτόκολλο του Λονδίνου, της 10ης Μαρτίου 1829. Με τη βοήθεια του Μιαούλη και του Κανάρη εξαλείφθηκε η πειρατεία στο Αιγαίο, και στην ξηρά ο κυβερνήτης περιέστειλε την επίσης διαδεδομένη ληστεία.
Η νικηφόρα για τη Ρωσία έκβαση του πολέμου αλλά και η πολύπλευρη δραστηριότητα του Καποδίστρια είχαν ως συνέπεια να υποχρεωθεί η Τουρκία να αναγνωρίσει την αυτονομία της Ελλάδας με τη Συνθήκη της Αδριανούπολης (14 Σεπτεμβρίου 1829). Με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου (3 Φεβρουαρίου 1830) αναγνωρίσθηκε ως ανεξάρτητο κράτος –αντί για αυτόνομο–, περιορίζοντας τα εδαφικά όρια του νέου κράτους.
Ήδη από το 1828 είχαν αρχίσει να εκδηλώνονται οι δυσαρέσκειες εναντίον του Καποδίστρια, με σημείο αιχμής τον συγκεντρωτισμό και με επίκεντρο τους προκρίτους και τη Μάνη. Νέους εχθρούς δημιούργησε η σύγκρουσή του με την πλειοψηφία του Πανελληνίου Συμβουλίου, επειδή αυτή ήθελε να αφαιρέσει το δικαίωμα ψήφου από τους ακτήμονες και από τους ετερόχθονες (αυτούς δηλαδή που προέρχονταν από τα Επτάνησα και από άλλες περιοχές που δεν συμπεριλαμβάνονταν στο απελευθερωμένο κράτος). Τον Ιούλιο του 1829 συνήλθε στο Άργος η Δ’ Εθνική Συνέλευση η οποία θέσπισε πολλές μεταρρυθμίσεις. Ιδρύθηκε Γερουσία καθώς και τα πρώτα έξι υπουργεία, ενώ οργανώθηκαν η διοίκηση και η δικαιοσύνη και τέθηκαν επίσης οι βάσεις του εκπαιδευτικού συστήματος, με την ίδρυση ενός μεγάλου αριθμού αλληλοδιδακτικών σχολείων. Αν και οι αποφάσεις της Δ’ Εθνικής Συνέλευσης απηχούσαν τις επιλογές του κυβερνήτη, οι αυταρχικοί χειρισμοί του προσέθεσαν και τους δημοκρατικούς στις δυνάμεις που βαθμιαία συσπειρώνονταν εναντίον του.
Εν τω μεταξύ μεγάλη ανησυχία προξενούσαν οι προετοιμασίες που έκανε ο Καποδίστριας για τη διανομή στους ακτήμονες των εθνικών γαιών (των τέως τουρκικών, δηλαδή, κτημάτων που είχαν περάσει στην κυριότητα του ελληνικού κράτους). Μια διανομή στην οποία ο κυβερνήτης έβλεπε ένα ιδανικό μέσο αφ’ ενός για να μετατραπεί η χώρα σε μια κοινωνική σταθερή πολιτεία μικροϊδιοκτητών και αφ’ ετέρου για να στερεώσει τη δική του εξουσία. Παραχώρησε στους αγρότες οικονομικές και φορολογικές διευκολύνσεις, εισήγαγε νέες μεθόδους καλλιέργειας, σύγχρονα μηχανήματα και μετακάλεσε ειδικούς επιστήμονες από το εξωτερικό. Έτσι, βρέθηκε αντιμέτωπος με τα οργανωμένα συμφέροντα των κοτζαμπάσηδων, που επιδίωκαν τον σφετερισμό των εθνικών κτημάτων προς όφελός τους.
Ακόμη πιο επικίνδυνος θεωρήθηκε ο Καποδίστριας μετά την παραίτηση του Λεοπόλδου του Σαξονικού Κοβούργου, ο οποίος είχε εκλεγεί από τις Δυνάμεις πρώτος ηγεμόνας της ανεξάρτητης Ελλάδας. Η αυτοδιοικούμενη ως τότε Ύδρα τέθηκε επικεφαλής της αντιπολίτευσης, δίπλα στους Μανιάτες, οι οποίοι, αγανακτισμένοι από το γεγονός ότι θα έπρεπε στο εξής να πληρώνουν φόρους, στασίασαν στο Λιμένι. Ο Καποδίστριας με δυσκολία κατέστειλε τη στάση και έφερε στο Ναύπλιο υπόδικους τους ηγέτες της, που ανήκαν στην οικογένεια Μαυρομιχάλη. Ακολούθησε το στρατιωτικό κίνημα του Τσάμη Καρατάσου, στην ανατολική Στερεά, το οποίο επίσης κατεστάλη, με βαρύ ωστόσο ηθικό και υλικό κόστος για την κυβέρνηση. Νέες στάσεις ξέσπασαν στην Ύδρα και στη Σύρο και στις αρχές Αυγούστου οι Υδραίοι έπεισαν τον Μιαούλη να καταλάβει τα περισσότερα πολεμικά πλοία, από τα οποία στο τέλος ανατίναξε τα δύο μεγαλύτερα του πολεμικού ναυτικού. Το χάσμα ανάμεσα στον Καποδίστρια και στους αντιπάλους του μεγάλωσε μετά την άδικη φυλάκιση του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, ο οποίος κατηγορήθηκε, χωρίς συγκεκριμένες αποδείξεις, ότι υπέθαλπε την εξέγερση στη Μάνη.
Ο Καποδίστριας μάταια προσπάθησε να αντιμετωπίσει την αντιπολίτευση με αυταρχικά μέτρα, όπως οι διώξεις, η κατάργηση της ελευθεροτυπίας και η λογοκρισία της αλληλογραφίας.
Η αντιπολίτευση, λοιπόν, έχοντας αντιληφθεί ότι δεν μπορούσε να ανατρέψει τον Καποδίστρια, οργάνωσε με τη συμμετοχή του ξένου παράγοντα τη δολοφονία του. Ως εκτελεστικά όργανα επιλέχθηκαν οι Γεώργιος και Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης, γιος και αδελφός αντίστοιχα του Πετρόμπεη, οι οποίοι έτρεφαν προσωπικό πλέον μίσος κατά του κυβερνήτη. Στις 5.35 το πρωί της Κυριακής, 27 Σεπτεμβρίου 1831, μόλις έμπαινε στην εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα στο Ναύπλιο, ο κυβερνήτης δολοφονήθηκε.
Οι δολοφόνοι του Καποδίστρια στέρησαν την Ελλάδα από έναν έμπειρο και αφοσιωμένο πολιτικό και αναμορφωτή της χώρας. Χωρίς να παραγνωρίσουμε τις προσωπικές του αδυναμίες και τις απόψεις του για τη μορφή της μελλοντικής ελληνικής κοινωνίας, το έργο του υπήρξε θεμελιώδες. Με την έξοχη διπλωματική του ικανότητα, με παντελή έλλειψη προσωπικού συμφέροντος, οργανωτικές αρετές, με πορεία ίσης απόστασης από τις Μεγάλες Δυνάμεις, και εξωτερικές σχέσεις με αποκλειστικό γνώμονα τα εθνικά συμφέροντα, καθιερώθηκε ως μία από τις μεγαλύτερες μορφές της σύγχρονης ελληνικής πολιτικής Ιστορίας.
Ύστερα από τη δολοφονία του κυβερνήτη ακολούθησε χαώδης πόλεμος μεταξύ των καποδιστριακών και των διαφόρων κομματικών φατριών. Δεν σταμάτησε παρά μόνο όταν αποβιβάσθηκε στο Ναύπλιο ο Όθωνας.
Μαρίνα Μαραγκού
Πηγές:
■ Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό Το Παπυράκι
■ Νεότερη και Σύγχρονη Ελληνική Ιστορία, τόμ. Γ’, ΕΑΠ
■ Πάπυρος Λαρούς Μπριτάννικα, τόμ. 32
Ωστόσο, στο μέτρο του δυνατού προστάτευσε τους Φιλικούς και, κατά μαρτυρία του ίδιου του Αλέξανδρου Υψηλάντη, του είχε εκφράσει την επιδοκιμασία του για την επικείμενη επανάσταση στη Μολδοβλαχία και είχε ενθαρρύνει τις ενέργειές του. Άλλωστε, υποστήριξε με διπλωματικές πρωτοβουλίες κατόπιν την Επανάσταση και δεν έπαψε να προσφέρει ποικίλες υπηρεσίες στον Αγώνα των Ελλήνων, συνδεόμενος με φιλελληνικές οργανώσεις της Ευρώπης και διευκολύνοντας τις ενέργειές τους για παροχή ενισχύσεων στους επαναστατημένους Έλληνες. Ασχολήθηκε επίσης με την περίθαλψη ελληνικών οικογενειών που είχαν καταφύγει στην Ευρώπη, καθώς και με την εκπαίδευση των παιδιών τους, ενώ, χάρη στο κύρος του, προσπάθησε να επηρεάσει και ορισμένους πολιτικούς κύκλους.
Τον Μάιο του 1827, με πρωτοβουλία του Κολοκοτρώνη, ανακηρύσσεται από την Γ’ Εθνική Συνέλευση κυβερνήτης της Ελλάδος για μια επταετία. Δέχεται την πρόσκληση τον Αύγουστο του 1827, σε μια στιγμή που η χώρα ήταν ρημαγμένη και η ίδια η Επανάσταση ψυχορραγούσε. Παραιτείται, τότε, από τη θέση του υπουργού Εξωτερικών της Ρωσίας και αρνείται τη χορήγηση ισόβιας τιμητικής σύνταξης 60.000 φράγκων από τον τσάρο Νικόλαο, επιθυμώντας να μείνει ανεπηρέαστος από κάθε ξένη επιρροή. Έπειτα από την Πετρούπολη επισκέπτεται τις κυριότερες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες (Αγγλία, Γαλλία) για να ζητήσει διπλωματική και οικονομική βοήθεια για το νέο κράτος, αποτυγχάνοντας όμως να κερδίσει την υποστήριξή τους παρά τη διαβεβαίωση ότι θα τηρούσε πολιτική ίσων αποστάσεων.
Οι κακές καιρικές συνθήκες τον καθηλώνουν στην Ανκόνα, και στις 6 Ιανουαρίου 1828, τελικά, φθάνει στο Ναύπλιο. Η Ελλάδα βρίσκεται σε τραγική κατάσταση – ολόκληρη η Πελοπόννησος, εκτός Αργολίδας και Μάνης, ήταν στα χέρια του Ιμπραήμ και των Αιγυπτίων και η περισσότερη Στερεά υπό τον έλεγχο του Κιουταχή.
Πρώτος στόχος του ήταν να ενισχύσει την κυβερνητική εξουσία και να διασφαλίσει την αποδοχή της από τις αντίπαλες φατρίες. Για αυτόν τον σκοπό, συγκέντρωσε στα χέρια του την εκτελεστική και τη νομοθετική εξουσία, καθώς οι προύχοντες και οι Φαναριώτες που διοικούσαν ως τότε την Ελλάδα αντιμετωπίζονταν με δυσπιστία από την πλειονότητα των Ελλήνων. Προκάλεσε τη διάλυση της Εθνοσυνέλευσης, αντικαθιστώντας την με ένα εικοσιεπταμελές Πανελλήνιο Συμβούλιο, στο οποίο διόρισε εκπροσώπους από τις εξεγερμένες περιοχές ώστε να κρατήσει την κατάλληλη ισορροπία μεταξύ τους. Αυτή όμως η προσπάθεια προσεταιρισμού των εχθρών δεν είχε παρά μόνο βραχυπρόθεσμη επιτυχία.
Έπειτα προσπάθησε να οργανώσει σε σύγχρονες βάσεις το κράτος. Διαίρεσε τη χώρα διοικητικά και διόρισε στα τμήματα (νομούς) επιτρόπους (διοικητές), αναγνωρίζοντας σημαντικό ρόλο και στις παραδοσιακές δημογεροντίες. Έφερε στην Ελλάδα Επτανήσιους που γνώριζαν τις πρακτικές της σύγχρονης διοίκησης και τους έδωσε κρίσιμες αρμοδιότητες, προκαλώντας ταυτόχρονα τη δυσαρέσκεια των παραδοσιακών προυχόντων. Ανασύνταξε επίσης τον στρατό και τον στόλο – παρά τις τρομερές δυσκολίες– ζητώντας και τη συνδρομή των Ευρωπαίων για να εκδιωχθεί ο Ιμπραήμ από την Πελοπόννησο και δέχτηκε την αποβίβαση εκεί ικανού αριθμού Γάλλων στρατιωτών.
Όταν ξέσπασε ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος του 1828 προσπάθησε για την ανακατάληψη της Στερεάς και ως τα μέσα του 1829 είχαν καταληφθεί περίπου όσες περιοχές της προβλεπόταν από το Πρωτόκολλο του Λονδίνου, της 10ης Μαρτίου 1829. Με τη βοήθεια του Μιαούλη και του Κανάρη εξαλείφθηκε η πειρατεία στο Αιγαίο, και στην ξηρά ο κυβερνήτης περιέστειλε την επίσης διαδεδομένη ληστεία.
Η νικηφόρα για τη Ρωσία έκβαση του πολέμου αλλά και η πολύπλευρη δραστηριότητα του Καποδίστρια είχαν ως συνέπεια να υποχρεωθεί η Τουρκία να αναγνωρίσει την αυτονομία της Ελλάδας με τη Συνθήκη της Αδριανούπολης (14 Σεπτεμβρίου 1829). Με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου (3 Φεβρουαρίου 1830) αναγνωρίσθηκε ως ανεξάρτητο κράτος –αντί για αυτόνομο–, περιορίζοντας τα εδαφικά όρια του νέου κράτους.
Επιστολή προς την Προσωρινή Διοίκηση της Ελλάδος διά χειρός κυβερνήτη. Από το συγγραφικό έργο «Ιωάννης Καποδίστριας -ο άγιος της πολιτικής» του Ιωάννη Κορνιλάκη |
Εν τω μεταξύ μεγάλη ανησυχία προξενούσαν οι προετοιμασίες που έκανε ο Καποδίστριας για τη διανομή στους ακτήμονες των εθνικών γαιών (των τέως τουρκικών, δηλαδή, κτημάτων που είχαν περάσει στην κυριότητα του ελληνικού κράτους). Μια διανομή στην οποία ο κυβερνήτης έβλεπε ένα ιδανικό μέσο αφ’ ενός για να μετατραπεί η χώρα σε μια κοινωνική σταθερή πολιτεία μικροϊδιοκτητών και αφ’ ετέρου για να στερεώσει τη δική του εξουσία. Παραχώρησε στους αγρότες οικονομικές και φορολογικές διευκολύνσεις, εισήγαγε νέες μεθόδους καλλιέργειας, σύγχρονα μηχανήματα και μετακάλεσε ειδικούς επιστήμονες από το εξωτερικό. Έτσι, βρέθηκε αντιμέτωπος με τα οργανωμένα συμφέροντα των κοτζαμπάσηδων, που επιδίωκαν τον σφετερισμό των εθνικών κτημάτων προς όφελός τους.
Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης |
Ο Καποδίστριας μάταια προσπάθησε να αντιμετωπίσει την αντιπολίτευση με αυταρχικά μέτρα, όπως οι διώξεις, η κατάργηση της ελευθεροτυπίας και η λογοκρισία της αλληλογραφίας.
Η δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια του Διονυσίου Τσόκου (1850) |
Οι δολοφόνοι του Καποδίστρια στέρησαν την Ελλάδα από έναν έμπειρο και αφοσιωμένο πολιτικό και αναμορφωτή της χώρας. Χωρίς να παραγνωρίσουμε τις προσωπικές του αδυναμίες και τις απόψεις του για τη μορφή της μελλοντικής ελληνικής κοινωνίας, το έργο του υπήρξε θεμελιώδες. Με την έξοχη διπλωματική του ικανότητα, με παντελή έλλειψη προσωπικού συμφέροντος, οργανωτικές αρετές, με πορεία ίσης απόστασης από τις Μεγάλες Δυνάμεις, και εξωτερικές σχέσεις με αποκλειστικό γνώμονα τα εθνικά συμφέροντα, καθιερώθηκε ως μία από τις μεγαλύτερες μορφές της σύγχρονης ελληνικής πολιτικής Ιστορίας.
Ύστερα από τη δολοφονία του κυβερνήτη ακολούθησε χαώδης πόλεμος μεταξύ των καποδιστριακών και των διαφόρων κομματικών φατριών. Δεν σταμάτησε παρά μόνο όταν αποβιβάσθηκε στο Ναύπλιο ο Όθωνας.
Μαρίνα Μαραγκού
Πηγές:
■ Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό Το Παπυράκι
■ Νεότερη και Σύγχρονη Ελληνική Ιστορία, τόμ. Γ’, ΕΑΠ
■ Πάπυρος Λαρούς Μπριτάννικα, τόμ. 32
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου