(Χρόουτ-Ζίντερτ, Βραβάντη 1853 - Ουβέρ-συρ-Ουάζ 1890)
Ο τόσο σημαντικός Ολλανδός ζωγράφος (η ορθή προφορά του ονόματός του είναι Φαν Χοχ) υπήρξε μια ανήσυχη φύση και έζησε μια σύντομη και τραγική ζωή.
Η εικόνα που δίνεται γενικά στους καλλιτέχνες ως παρανοϊκές μεγαλοφυΐες με αδυσώπητο πεπρωμένο, στον Βαν Γκογκ ενσαρκώνεται πλήρως, τρέφοντας πλουσιοπάροχα τη φιλολογία με τον θρύλο του.
Έδωσε ολοκληρωτικά τον εαυτό του στην αρχή στη θρησκεία αφού έλαβε θεολογικές σπουδές και ανέλαβε ιεροκήρυκας μέχρι αυτοθυσίας στους ανθρακωρύχους του Μποριναίζ. Κατόπιν αφοσιώθηκε στη ζωγραφική, με μια οδυνηρή και βίαιη ένταση, που έφθανε στον παροξυσμό. Διοχέτευσε όλες του τις δυνάμεις στο σχέδιο, αναζητώντας την αλήθεια για τον άνθρωπο και την απελπιστική του μοίρα μέσα στις προσωπογραφίες, τα τοπία και τις νεκρές φύσεις.
Διαχωρίζοντας την αρρώστια του, για την οποία μπορεί να μιλήσει ψυχρά μόνο η ιατρική επιστήμη, βλέπουμε στο έργο του την ασφυξία και την έντονη πάλη ενός ανθρώπου απέναντι σε έναν κόσμο που τον αρνήθηκε, μια κοινωνία που εκείνη την εποχή, της βιομηχανοποίησης και των κοινωνικών της συνεπειών, εξύφαινε την υποδούλωση και την αποδόμηση του ανθρώπου. Εκείνο που πρέπει να επισημανθεί είναι ότι χάριν της ευαισθησίας του και της ιδιαίτερης αντίληψής του είχε μια ξεχωριστή ικανότητα να συλλαμβάνει την κάθε λεπτομέρεια στο οπτικό του πεδίο.
Ένας ακάματος «κινηματογραφιστής» με εργαλείο την παλέτα, που απαθανάτιζε όλες τις εξωτερικές του προσλαμβάνουσες – ιδιαίτερα τη φύση σε όλες τις εποχές του χρόνου, κοινωνικές καταστάσεις– που τις συνύφαινε με την ταραγμένη του ψυχή. Η φύση συνέπασχε και κραύγαζε την ομορφιά ή την ένταση και την αναστάτωση. Ακόμη και η φωτογραφία δεν μπορεί να αποδώσει τόσο ρεαλιστικές εικόνες που μόνο το μάτι μπορεί να συλλάβει αλλά πόσο εύκολα μπορεί να το περιγράψει με τον λόγο! Βιαζόταν, λες και γνώριζε ότι το τέλος του ήταν κοντά και ζωγράφιζε απίστευτα γρήγορα –σε δύο μήνες ολοκλήρωνε πάνω από 30 πίνακες– χαρίζοντας στην ανθρωπότητα μοναδικά έργα. Ο μεγάλος ζωγράφος άνοιξε διάπλατα τις πύλες για να εισέλθει στο πάνθεον των μεγίστων ζωγράφων όλων των εποχών.
Το έργο του χωρίζεται στις περιόδους σύμφωνα με την περιοχή που διέμεινε και τα γεγονότα που τον σημάδεψαν στον βραχύ βίο του.
Οι απαρχές, 1880-1885
Ξεκίνησε υποστηριζόμενος ηθικά από τον αδελφό του Τέο, μυήθηκε στην τέχνη των Φλαμανδών και Ολλανδών δασκάλων και στους νόμους της προοπτικής, ενώ καταβλήθηκε από έναν πυρετό εργατικότητας χωρίς προηγούμενο. Ζωγράφιζε τοπία, αγροτικά εργαλεία, εργαστήρια τεχνιτών και προσωπογραφίες. Η σύνθεση των θεμάτων αυτών που διαγράφονται από έναν σκληρό φωτισμό δείχνουν ότι είναι ένας άξιος συνεχιστής της παράδοσης του ολλανδικού ρεαλισμού.
Οι πατατοφάγοι είναι από τα πιο αντιπροσωπευτικά του έργα. Με μοναδική ακρίβεια σε κάθε πινελιά, τραχιά χρώματα, ο καλλιτέχνης αποτυπώνει τα έντονα συναισθήματα για τους απλούς αγρότες, που υπό το φως μιας λάμπας αυτά τα αποκαλυπτικά πρόσωπα με τη σκληράδα από τη βιοπάλη δεν απέχουν από την πραγματικότητα. Δεν θα αργήσει καθόλου, υπό την επίδραση κυρίως του Ρούμπενς, αλλά και των Ρέμπραντ, Ντελακρουά και Σαρντέν, να προσδώσει στο χρώμα πρωταρχική σημασία, να αποκτήσει άνεση και να απελευθερώσει την παλέτα του.
Στο Παρίσι, 1886-1887
Στην Πόλη του Φωτός επικρατεί ένας καλλιτεχνικός αναβρασμός την περίοδο που βρέθηκε ο Βαν Γκογκ. Όταν οι ιμπρεσιονιστές διοργανώνουν την τελευταία τους έκθεση, εκείνος πρωτοσυναντάει τον Γκωγκέν, συνδέεται με τον Τουλούζ Λωτρέκ και μυείται από τον Πισαρό στις νέες ιδέες για το φως και την τεχνική της ανάλυσης του χρώματος (ντιβιζιονισμός). Έτσι, εμπλουτίζεται από τον ιμπρεσιονισμό και αφήνει πίσω τα σκούρα χρώματα μεταπηδώντας πια στα καθαρά. Χρησιμοποιώντας την ντιβιζιονιστική τεχνική, προσεγγίζει το χρώμα με έναν δικό του τρόπο. Γρήγορα όμως εγκαταλείπει τον ιμπρεσιονισμό, και στρέφεται στην απλοποίηση της φόρμας και του χρώματος, ανάγκη του μεγάλου καλλιτέχνη που διακατέχεται από έναν διαρκή πειρασμό να εκφρασθεί με τη δική του προσωπική τεχνοτροπία. Σημαντικό ρόλο θα παίξει η επίδραση της γιαπωνέζικης χαρακτικής, που θαυμάζει και αντιγράφει και διακρίνεται έντονα στις προσωπογραφίες του οι οποίες από μόνες τους είναι μια σύνοψη ολόκληρης της τέχνης του (Μπάρμπα Τανγκύ).
Στην Προβηγκία – 1888-1890
Οι πίνακες του Μοντιτσέλι και του Σεζάν τον σπρώχνουν εδώ. Μαγεμένος από τη φύση και τη φωτεινότητά της σε αυτόν τον τόπο, την αποθεώνει. Όλες οι εποχές του χρόνου, θριαμβεύοντος του καλοκαιριού με τον εκτυφλωτικό ήλιο και τα εκθαμβωτικά κίτρινα που πρωτοπειραματίζεται, παρελαύνουν στους πίνακές του. Ζωγραφίζει το κίτρινο σπίτι του, την κρεβατοκάμαρά του και τρέφει ελπίδες στην πραγματοποίηση ενός ονείρου, τη δημιουργία μιας καλλιτεχνικής κοινότητας στην Αρλ.
Εδώ είναι που θα κόψει τον λοβό του αφτιού του ύστερα από μια μεγάλη φιλονικία, λόγω έντονης διαφοράς της προσωπικότητάς του με αυτήν του Γκωγκέν, με τον οποίο συγκατοικούσε. Και αυτό το γεγονός το ζωγραφίζει στην Αυτοπροσωπογραφία με το κομμένο αφτί. Δύο χρώματα κυριαρχούν, το μπλε και το κίτρινο: ο ουρανός και η γη και ο ήλιος.
Αλλά και νυκτερινές σκηνές όπου τα ανθρώπινα πάθη αναπαριστώνται με απέραντη απελπισία (Νυχτερινό καφενείο)
Το αποκορύφωμα της έντασης και της μέθης εκφράζεται μέσα από τα Ηλιοτρόπια στα οποία χρησιμοποιεί το κίτρινο στον ακρότατο βαθμό του.
Όπως και στις προσωπογραφίες το χρώμα γίνεται ένα με το φως, δίνοντας στα πράγματα την αντικειμενική τους υπόσταση και συνάμα το πνευματικό τους πεπρωμένο.
Κατατρυχόμενος από τάσεις αυτοκτονίας ζητεί να κλειστεί στο νοσοκομείο του Σαιν Ρεμύ στην Προβηγκία. Σε αυτή την τραχιά περιοχή και βασανιζόμενος από την αρρώστια του, η πινελιά του γίνεται βίαιη και παράφορη και η ώχρα αντικαθιστά τα χρώματα της Αρλ. Δεύτερη αριστουργηματική παραλλαγή της Έναστρης Νύχτας.
Όταν του επιτρέπουν να βγει περίπατο ζωγραφίζει πυκνά λουλούδια, ελιές, κυπαρίσσια, που με τη λάμψη ή την εναγώνια συστροφή τους φαίνεται σαν να παρασύρουν τον ουρανό, τη γη, τα άστρα στην ίδια κίνηση, προέκταση του δικού του φουρτουνιασμένου μαρτυρικού κόσμου (Σταροχώραφο με τα κυπαρίσσια, Κόκκινα αμπέλια, Ανθισμένο κλαδί αμυγδαλιάς). Τα Κόκκινα αμπέλια είναι το μοναδικό έργο που πουλήθηκε (στις Βρυξέλλες) ενόσω ο ζωγράφος βρισκόταν εν ζωή.
Στο Πάρκο και το Νοσοκομείο του Σαιν Ρεμύσυγκεντρώνει ένταση στην κίνηση της φόρμας, ενώ μια χαμηλόφωνη χάρη στα γκρίζα και στην ώχρα προσδίδουν μια τραγική νότα.
Στην Ωβέρ-συρ-Ουάζ, 1890
Ύστερα από ένα σύντομο ταξίδι για να δει τον αδελφό του, φθάνει στην Ωβέρ-συρ-Ουάζ και εγκαθίσταται σε μια ταπεινή πανσιόν του καφενείου Ραβού. Δέχεται συχνές επισκέψεις από τον γιατρό Γκασέ, λάτρη της χαρακτικής και με καλλιτεχνικές γνωριμίες (Σεζάν, Γκιγιωμέν και Πισαρό) ο οποίος μάλιστα ποζάρει γι’ αυτόν.
Εδώ ηρεμεί από τις πρόσφατες κρίσεις του και αρχίζει να ζωγραφίζει τα αγαπημένα θέματά του, μαζί με τις προσωπογραφίες, αγροί, κήποι, καλύβες, απόψεις χωριών, με τόνους λευκούς πράσινους, βιολετί και σκούρους μπλε.
Προκύπτει όμως ένα πρόβλημα στη σχέση του με τον αδελφό του, όταν εκείνος με κλονισμένη υγεία πηγαίνει στην Ολλανδία να δει τη γυναίκα του και το παιδί του.
Κυριεύεται τότε από εγκατάλειψη και μοναξιά και η λύπη του εκφράζεται με απέραντες εκτάσεις με σπαρμένο σιτάρι και φουρτουνιασμένους ουρανούς.
Την Κυριακή 27 Ιουλίου βγαίνει στους αγρούς και φυτεύει μια σφαίρα στο στήθος του. Θα γυρίσει στο δωμάτιό του όπου θα τον βρουν αιμόφυρτο. Θα ζήσει για δύο ημέρες γαλήνια, κουβεντιάζοντας με τον αδελφό του, και στις 29 Ιουλίου θα αφήσει τούτο τον κόσμο εκούσια και με πλήρη συνείδηση.
Ακολουθεί ένα απάνθισμα που επιλέξαμε χωρίς σειρά χρονολογίας.
Μαρίνα Μαραγκού
texnografia.blogspot.com
Ο τόσο σημαντικός Ολλανδός ζωγράφος (η ορθή προφορά του ονόματός του είναι Φαν Χοχ) υπήρξε μια ανήσυχη φύση και έζησε μια σύντομη και τραγική ζωή.
Η εικόνα που δίνεται γενικά στους καλλιτέχνες ως παρανοϊκές μεγαλοφυΐες με αδυσώπητο πεπρωμένο, στον Βαν Γκογκ ενσαρκώνεται πλήρως, τρέφοντας πλουσιοπάροχα τη φιλολογία με τον θρύλο του.
Έδωσε ολοκληρωτικά τον εαυτό του στην αρχή στη θρησκεία αφού έλαβε θεολογικές σπουδές και ανέλαβε ιεροκήρυκας μέχρι αυτοθυσίας στους ανθρακωρύχους του Μποριναίζ. Κατόπιν αφοσιώθηκε στη ζωγραφική, με μια οδυνηρή και βίαιη ένταση, που έφθανε στον παροξυσμό. Διοχέτευσε όλες του τις δυνάμεις στο σχέδιο, αναζητώντας την αλήθεια για τον άνθρωπο και την απελπιστική του μοίρα μέσα στις προσωπογραφίες, τα τοπία και τις νεκρές φύσεις.
Διαχωρίζοντας την αρρώστια του, για την οποία μπορεί να μιλήσει ψυχρά μόνο η ιατρική επιστήμη, βλέπουμε στο έργο του την ασφυξία και την έντονη πάλη ενός ανθρώπου απέναντι σε έναν κόσμο που τον αρνήθηκε, μια κοινωνία που εκείνη την εποχή, της βιομηχανοποίησης και των κοινωνικών της συνεπειών, εξύφαινε την υποδούλωση και την αποδόμηση του ανθρώπου. Εκείνο που πρέπει να επισημανθεί είναι ότι χάριν της ευαισθησίας του και της ιδιαίτερης αντίληψής του είχε μια ξεχωριστή ικανότητα να συλλαμβάνει την κάθε λεπτομέρεια στο οπτικό του πεδίο.
Σιέστα - 1890 |
Το έργο του χωρίζεται στις περιόδους σύμφωνα με την περιοχή που διέμεινε και τα γεγονότα που τον σημάδεψαν στον βραχύ βίο του.
Οι απαρχές, 1880-1885
Ξεκίνησε υποστηριζόμενος ηθικά από τον αδελφό του Τέο, μυήθηκε στην τέχνη των Φλαμανδών και Ολλανδών δασκάλων και στους νόμους της προοπτικής, ενώ καταβλήθηκε από έναν πυρετό εργατικότητας χωρίς προηγούμενο. Ζωγράφιζε τοπία, αγροτικά εργαλεία, εργαστήρια τεχνιτών και προσωπογραφίες. Η σύνθεση των θεμάτων αυτών που διαγράφονται από έναν σκληρό φωτισμό δείχνουν ότι είναι ένας άξιος συνεχιστής της παράδοσης του ολλανδικού ρεαλισμού.
Οι πατατοφάγοι είναι από τα πιο αντιπροσωπευτικά του έργα. Με μοναδική ακρίβεια σε κάθε πινελιά, τραχιά χρώματα, ο καλλιτέχνης αποτυπώνει τα έντονα συναισθήματα για τους απλούς αγρότες, που υπό το φως μιας λάμπας αυτά τα αποκαλυπτικά πρόσωπα με τη σκληράδα από τη βιοπάλη δεν απέχουν από την πραγματικότητα. Δεν θα αργήσει καθόλου, υπό την επίδραση κυρίως του Ρούμπενς, αλλά και των Ρέμπραντ, Ντελακρουά και Σαρντέν, να προσδώσει στο χρώμα πρωταρχική σημασία, να αποκτήσει άνεση και να απελευθερώσει την παλέτα του.
Οι πατατοφάγοι - 1885
Στο Παρίσι, 1886-1887
Στην Πόλη του Φωτός επικρατεί ένας καλλιτεχνικός αναβρασμός την περίοδο που βρέθηκε ο Βαν Γκογκ. Όταν οι ιμπρεσιονιστές διοργανώνουν την τελευταία τους έκθεση, εκείνος πρωτοσυναντάει τον Γκωγκέν, συνδέεται με τον Τουλούζ Λωτρέκ και μυείται από τον Πισαρό στις νέες ιδέες για το φως και την τεχνική της ανάλυσης του χρώματος (ντιβιζιονισμός). Έτσι, εμπλουτίζεται από τον ιμπρεσιονισμό και αφήνει πίσω τα σκούρα χρώματα μεταπηδώντας πια στα καθαρά. Χρησιμοποιώντας την ντιβιζιονιστική τεχνική, προσεγγίζει το χρώμα με έναν δικό του τρόπο. Γρήγορα όμως εγκαταλείπει τον ιμπρεσιονισμό, και στρέφεται στην απλοποίηση της φόρμας και του χρώματος, ανάγκη του μεγάλου καλλιτέχνη που διακατέχεται από έναν διαρκή πειρασμό να εκφρασθεί με τη δική του προσωπική τεχνοτροπία. Σημαντικό ρόλο θα παίξει η επίδραση της γιαπωνέζικης χαρακτικής, που θαυμάζει και αντιγράφει και διακρίνεται έντονα στις προσωπογραφίες του οι οποίες από μόνες τους είναι μια σύνοψη ολόκληρης της τέχνης του (Μπάρμπα Τανγκύ).
Ζευγάρι παπούτσια - πρώτο μισό του 1886
Βάζο με γαρύφαλλα - καλοκαίρι 1886
Το πορτρέτο του μπαρμπα-Τανγκύ - 1886-1887
Στην Προβηγκία – 1888-1890
Οι πίνακες του Μοντιτσέλι και του Σεζάν τον σπρώχνουν εδώ. Μαγεμένος από τη φύση και τη φωτεινότητά της σε αυτόν τον τόπο, την αποθεώνει. Όλες οι εποχές του χρόνου, θριαμβεύοντος του καλοκαιριού με τον εκτυφλωτικό ήλιο και τα εκθαμβωτικά κίτρινα που πρωτοπειραματίζεται, παρελαύνουν στους πίνακές του. Ζωγραφίζει το κίτρινο σπίτι του, την κρεβατοκάμαρά του και τρέφει ελπίδες στην πραγματοποίηση ενός ονείρου, τη δημιουργία μιας καλλιτεχνικής κοινότητας στην Αρλ.
Κίτρινο σπίτι - Σεπτ. 1888
Η κρεβατοκάμαρα του Βίνσεντ στην Αρλ - Οκτ. 1888
Εδώ είναι που θα κόψει τον λοβό του αφτιού του ύστερα από μια μεγάλη φιλονικία, λόγω έντονης διαφοράς της προσωπικότητάς του με αυτήν του Γκωγκέν, με τον οποίο συγκατοικούσε. Και αυτό το γεγονός το ζωγραφίζει στην Αυτοπροσωπογραφία με το κομμένο αφτί. Δύο χρώματα κυριαρχούν, το μπλε και το κίτρινο: ο ουρανός και η γη και ο ήλιος.
Έναστρη νύχτα - 1889
Αλλά και νυκτερινές σκηνές όπου τα ανθρώπινα πάθη αναπαριστώνται με απέραντη απελπισία (Νυχτερινό καφενείο)
Νυχτερινό καφενείο στην πλατεία Λαμαρτέν - 1888
Το αποκορύφωμα της έντασης και της μέθης εκφράζεται μέσα από τα Ηλιοτρόπια στα οποία χρησιμοποιεί το κίτρινο στον ακρότατο βαθμό του.
Βάζο με 12 ηλιοτρόπια - 1889
Δυο κομμένα ηλιοτρόπια - 1889
Όπως και στις προσωπογραφίες το χρώμα γίνεται ένα με το φως, δίνοντας στα πράγματα την αντικειμενική τους υπόσταση και συνάμα το πνευματικό τους πεπρωμένο.
Κατατρυχόμενος από τάσεις αυτοκτονίας ζητεί να κλειστεί στο νοσοκομείο του Σαιν Ρεμύ στην Προβηγκία. Σε αυτή την τραχιά περιοχή και βασανιζόμενος από την αρρώστια του, η πινελιά του γίνεται βίαιη και παράφορη και η ώχρα αντικαθιστά τα χρώματα της Αρλ. Δεύτερη αριστουργηματική παραλλαγή της Έναστρης Νύχτας.
Έναστρη νύχτα πάνω από τον Ρήνο - Σεπτ. 1888
Όταν του επιτρέπουν να βγει περίπατο ζωγραφίζει πυκνά λουλούδια, ελιές, κυπαρίσσια, που με τη λάμψη ή την εναγώνια συστροφή τους φαίνεται σαν να παρασύρουν τον ουρανό, τη γη, τα άστρα στην ίδια κίνηση, προέκταση του δικού του φουρτουνιασμένου μαρτυρικού κόσμου (Σταροχώραφο με τα κυπαρίσσια, Κόκκινα αμπέλια, Ανθισμένο κλαδί αμυγδαλιάς). Τα Κόκκινα αμπέλια είναι το μοναδικό έργο που πουλήθηκε (στις Βρυξέλλες) ενόσω ο ζωγράφος βρισκόταν εν ζωή.
Σταροχώραφο με τα κυπαρίσσια - 1889
Κόκκινα αμπέλια - 1888
Στο Πάρκο και το Νοσοκομείο του Σαιν Ρεμύσυγκεντρώνει ένταση στην κίνηση της φόρμας, ενώ μια χαμηλόφωνη χάρη στα γκρίζα και στην ώχρα προσδίδουν μια τραγική νότα.
Το πάρκο και το Νοσοκομείο του Σαιν Ρεμύ - 1889
Στην Ωβέρ-συρ-Ουάζ, 1890
Ύστερα από ένα σύντομο ταξίδι για να δει τον αδελφό του, φθάνει στην Ωβέρ-συρ-Ουάζ και εγκαθίσταται σε μια ταπεινή πανσιόν του καφενείου Ραβού. Δέχεται συχνές επισκέψεις από τον γιατρό Γκασέ, λάτρη της χαρακτικής και με καλλιτεχνικές γνωριμίες (Σεζάν, Γκιγιωμέν και Πισαρό) ο οποίος μάλιστα ποζάρει γι’ αυτόν.
Εδώ ηρεμεί από τις πρόσφατες κρίσεις του και αρχίζει να ζωγραφίζει τα αγαπημένα θέματά του, μαζί με τις προσωπογραφίες, αγροί, κήποι, καλύβες, απόψεις χωριών, με τόνους λευκούς πράσινους, βιολετί και σκούρους μπλε.
Η εκκλησία της Ωβέρ - 1890
Προκύπτει όμως ένα πρόβλημα στη σχέση του με τον αδελφό του, όταν εκείνος με κλονισμένη υγεία πηγαίνει στην Ολλανδία να δει τη γυναίκα του και το παιδί του.
Κυριεύεται τότε από εγκατάλειψη και μοναξιά και η λύπη του εκφράζεται με απέραντες εκτάσεις με σπαρμένο σιτάρι και φουρτουνιασμένους ουρανούς.
Το σταροχώραφο με τα κοράκια - 1890
Την Κυριακή 27 Ιουλίου βγαίνει στους αγρούς και φυτεύει μια σφαίρα στο στήθος του. Θα γυρίσει στο δωμάτιό του όπου θα τον βρουν αιμόφυρτο. Θα ζήσει για δύο ημέρες γαλήνια, κουβεντιάζοντας με τον αδελφό του, και στις 29 Ιουλίου θα αφήσει τούτο τον κόσμο εκούσια και με πλήρη συνείδηση.
Ακολουθεί ένα απάνθισμα που επιλέξαμε χωρίς σειρά χρονολογίας.
Ανθισμένα κλαδιά μυγδαλιάς - 1890
Ίριδες - Μάιος 1889
Ο σπορέας - Ιούν. 1888
Ελιές με κίτρινο ουρανό και ήλιο - Νοέμ. 1889
Ένα κορίτσι στο δάσος - 1882
Η συκαμνιά - Οκτ. 1889
Εξωτερικό καφενείου τη νύχτα - 1888
Γέροντας στη λύπη (από τους τελευταίους πίνακές του)
Μαρίνα Μαραγκού
texnografia.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου