Με σκοπό να εντρυφήσουμε πιο επισταμένα στην τεχνική του, είπαμε να ξεκινήσουμε εστιάζοντας σε ένα μέρος της, που καθιστά πρόδηλη την ύψιστη ποιητική του δεινότητα. Είναι οι θαυμάσιες παρομοιώσεις του. Ένα ιδιαίτερα μεγάλο κεφάλαιο και ένας ισχυρός τρόπος ενάργειας, ιδίως στην περιγραφή των καταστάσεων, εννοώντας τους αφηγηματικούς τρόπους και τα μέσα που όριζαν την ομηρική ποιητική. Είναι αυτός που τις πρωτοδίδαξε στον έντεχνο λόγο και που φυσικά τις χρησιμοποιεί σε μεγάλη έκταση.
Ανθολογούμε λοιπόν κάποιες αρκετά ενδεικτικές από την Ιλιάδα, όλες συνδυασμένες σε ένα λογοτεχνικό ποιητικό μωσαϊκό με μια υπέροχη ποιητική δομή. Η παρομοίωση ξεκινάει συνήθως από ένα οικείο γνωστό στοιχείο: όπως… (γνωστή κατάσταση), για να φτάσει σε αυτό που θέλει να περιγράψει και να παρομοιάσει έτσι… (το καινούργιο).
Τα αντικείμενα παρομοίωσης είναι ποικίλα: μάχες, συναισθήματα, άλλες ψυχικές καταστάσεις, κινήσεις ομάδων κ.ά. Χαρακτηριστικό είναι ότι τις περισσότερες φορές στην κατάσταση που θέλει να παρομοιάσει ο Όμηρος υπάρχει κίνηση και στο στοιχείο αυτό οικοδομείται η παρομοίωση. Μάλιστα, ίσως είναι από τα μέρη του έπους που ο απρόσωπος ποιητής αφήνει λίγο να βγει στο προσκήνιο.
Προηγείται βέβαια το αυθεντικό κείμενο, η έξοχη ποιητική του γλώσσα, που αν κανείς εξοικειωθεί μαζί της, βάζοντας στην άκρη τις ανάγκες του μέτρου και τις ιδιομορφίες της, θα εντυπωσιασθεί με τη ζωντάνια της ρέουσας διαχρονικότητας, που δεν είναι τόσο ξένη και μακρινή από τη σύγχρονή μας, από ό,τι νομίζουμε. Ίδιες και απαράλλακτες λέξεις, πολλάκις καλά κρυμμένες μέσα σε σύνθετες…
ἐπεσσεύοντο δὲ λαοί.
Ἠΰτε ἔθνεα εἶσι μελισσάων ἁδινάων
πέτρης ἐκ γλαφυρῆς αἰεὶ νέον ἐρχομενάων,
βοτρυδὸν δὲ πέτονται ἐπ᾽ ἄνθεσιν εἰαρινοῖσιν·
αἳ μέν τ᾽ ἔνθα ἅλις πεποτήαται, αἳ δέ τε ἔνθα·
ὣς τῶν ἔθνεα πολλὰ νεῶν ἄπο καὶ κλισιάων
ἠϊόνος προπάροιθε βαθείης ἐστιχόωντο
ἰλαδὸν εἰς ἀγορήν·
Ύστερα μαζεύονταν με βία των μαχητών τα πλήθη. Όπως τα έθνη των μελισσών που από βράχο γλαφυρό αδιάκοπα χιμούν, όλες μαζί συνωθημένες πετούν. Η μια κοντά στην άλλη σαν του τσαμπιού τις ρώγες πάνω σε εαρινά άνθη κουνούν τα φτερά τους και σε σμήνη άλλες εδώ κι άλλες εκεί πετούν. Έτσι τα έθνη πολλών καραβιών και σκηνές, μπροστά στη διάπλατη ακτή για τη συνέλευση με τάξη προχωρούσαν. Β. 85-95
* * *
Ὣς ἔφατ᾽, Ἀργεῖοι δὲ μέγ᾽ ἴαχον ὡς ὅτε κῦμα
ἀκτῇ ἐφ᾽ ὑψηλῇ, ὅτε κινήσῃ Νότος ἐλθών,
προβλῆτι σκοπέλῳ· τὸν δ᾽ οὔ ποτε κύματα λείπει
παντοίων ἀνέμων, ὅτ᾽ ἂν ἔνθ᾽ ἢ ἔνθα γένωνται.
Αφού μίλησε, και οι Αργείοι έβγαλαν δυνατές ιαχές, όπως το κύμα όταν το φυσήξει ο Νοτιάς πάνω σε ψηλή ακτή, σε σκόπελο που ξεπροβάλλει, αυτόν που ποτέ δεν του λείπουν όλων των ειδών οι άνεμοι, όταν πότε από εδώ ή πότε από εκεί φυσούν. Β. 394-399
* * *
Η αποθέωση του Ομήρου του Ζαν Ωγκύστ Εγκρ (1827) Παρίσι. Μουσείο Λούβρου |
Ἠΰτε πῦρ ἀΐδηλον ἐπιφλέγει ἄσπετον ὕλην
οὔρεος ἐν κορυφῇς, ἕκαθεν δέ τε φαίνεται αὐγή,
ὣς τῶν ἐρχομένων ἀπὸ χαλκοῦ θεσπεσίοιο
αἴγλη παμφανόωσα δι᾽ αἰθέρος οὐρανὸν ἷκε.
Τῶν δ᾽ ὥς τ᾽ ὀρνίθων πετεηνῶν ἔθνεα πολλὰ
χηνῶν ἢ γεράνων ἢ κύκνων δουλιχοδείρων
Ἀσίω ἐν λειμῶνι Καϋστρίου ἀμφὶ ῥέεθρα
ἔνθα καὶ ἔνθα ποτῶνται ἀγαλλόμενα πτερύγεσσι
κλαγγηδὸν προκαθιζόντων, σμαραγεῖ δέ τε λειμών,
ὣς τῶν ἔθνεα πολλὰ νεῶν ἄπο καὶ κλισιάων
ἐς πεδίον προχέοντο Σκαμάνδριον· αὐτὰρ ὑπὸ χθὼν
σμερδαλέον κονάβιζε ποδῶν αὐτῶν τε καὶ ἵππων.
Ἔσταν δ᾽ ἐν λειμῶνι Σκαμανδρίῳ ἀνθεμόεντι
μυρίοι, ὅσσά τε φύλλα καὶ ἄνθεα γίγνεται ὥρῃ.
Ἠΰτε μυιάων ἁδινάων ἔθνεα πολλὰ
αἵ τε κατὰ σταθμὸν ποιμνήϊον ἠλάσκουσιν
ὥρῃ ἐν εἰαρινῇ ὅτε τε γλάγος ἄγγεα δεύει,
τόσσοι ἐπὶ Τρώεσσι κάρη κομόωντες Ἀχαιοὶ
ἐν πεδίῳ ἵσταντο διαρραῖσαι μεμαῶτες.
Όπως η καταστρεπτική φωτιά απέραντο δάσος σε κορφοβούνι κατακαίει, και από μακριά φαίνεται το φεγγοβόλημά της, έτσι από τα θεσπέσια όπλα των επερχομένων το στίλβωμα το παμφώτιστο έφθανε στον ουρανό σκίζοντας τον αιθέρα.
Από αυτούς, όπως πολλά κοπάδια πουλιών, από χήνες ή γεράνια ή κύκνους μακρολαίμηδες στο λιβάδι του Ασίου ποταμού, στου Καΰστρου τα ρεύματα, ένθεν και ένθεν ίπτανται με αγαλλόμενες φτερούγες, κλαγγίζοντας πετούν λίγο μπροστά και έπειτα κάθονται, και το λιβάδι αντιλαλεί, έτσι στίφη πολλών καραβιών και σκηνές ξεχύνονταν στον κάμπο του Σκαμάνδρου. Κάτω από τα πόδια αυτών και των ίππων η γη έτριζε φοβερά. Στάθηκαν στο λουλουδιασμένο λιβάδι χίλιοι δυο, όσα και φύλλα και λουλούδια την άνοιξη φυτρώνουν. Όπως σμήνη από μύγες η μια κοντά στην άλλη, που πετούν ολόγυρα στη στάνη, σε εποχή ανοιξιάτικη και όταν το γάλα βρέχει τις καρδάρες, τόσοι απέναντι Τρώες Αχαιοί που τα κεφάλια με τα μαλλιά στόλιζαν, στον κάμπο στέκονταν με τη λαχτάρα να τους καταξεσχίσουν. Β. 455-473
* * *
Τὸν δ᾽ ὡς οὖν ἐνόησεν ἀρηΐφιλος Μενέλαος
ἐρχόμενον προπάροιθεν ὁμίλου μακρὰ βιβάντα,
ὥς τε λέων ἐχάρη μεγάλῳ ἐπὶ σώματι κύρσας
εὑρὼν ἢ ἔλαφον κεραὸν ἢ ἄγριον αἶγα
πεινάων· μάλα γάρ τε κατεσθίει, εἴ περ ἂν αὐτὸν
σεύωνται ταχέες τε κύνες θαλεροί τ᾽ αἰζηοί·
ὣς ἐχάρη Μενέλαος Ἀλέξανδρον θεοειδέα
ὀφθαλμοῖσιν ἰδών·
Ο πολεμικός Μενέλαος αμέσως μόλις ένιωσε ότι έρχεται εκείνος (ο Πάρις-Αλέξανδρος), με βήματα μεγάλα κατευθείαν μπροστά από το πλήθος, χάρηκε σαν πεινασμένο λιοντάρι όταν ανταμώνει άψυχο θήραμα τρανό που βρήκε, είτε με κέρατα ελάφι είτε αγριόγιδα• αφού και λαίμαργα το κατατρώγει κι ας το πήρανε από πίσω γρήγορα σκυλιά και παλληκάρια όλο ζωή• έτσι χάρηκε ο Μενέλαος σαν είδε με τα μάτια του τον θεόμορφο Αλέξανδρο. Γ. 21-29
* * *
Ὡς δ᾽ ὅτε τίς τε δράκοντα ἰδὼν παλίνορσος ἀπέστη
οὔρεος ἐν βήσσῃς, ὑπό τε τρόμος ἔλλαβε γυῖα,
ἂψ δ᾽ ἀνεχώρησεν, ὦχρός τέ μιν εἷλε παρειάς,
ὣς αὖτις καθ᾽ ὅμιλον ἔδυ Τρώων ἀγερώχων
δείσας Ἀτρέος υἱὸν Ἀλέξανδρος θεοειδής.
Και όπως όταν κανείς στη θέα του φιδιού παραμερίζει τρομαγμένος σε ρεματιές βουνού και τα μέλη του άδηλη τρεμούλα τα συνεπαίρνει και πίσω ξαναγυρίζει και τα μάγουλά του χλωμάδα τα κατέχει, έτσι ξαναχώθηκε στο πλήθος των υπερήφανων Τρώων, αφού φοβήθηκε ο θεόμορφος Αλέξανδρος τον γιο του Ατρέως. Γ. 33-37
* * *
Αγγείο με αναπαράσταση του στρατοπέδου του Ρήσου, που περιγράφει ο Όμηρος. Ο Οδυσσέας του παίρνει τα άλογα. Επάνω ο Ρήσος κοιμάται. |
Ἕκτορ ἐπεί με κατ᾽ αἶσαν ἐνείκεσας οὐδ᾽ ὑπὲρ αἶσαν·
αἰεί τοι κραδίη πέλεκυς ὥς ἐστιν ἀτειρὴς
ὅς τ᾽ εἶσιν διὰ δουρὸς ὑπ᾽ ἀνέρος ὅς ῥά τε τέχνῃ
νήϊον ἐκτάμνῃσιν, ὀφέλλει δ᾽ ἀνδρὸς ἐρωήν·
ὣς σοὶ ἐνὶ στήθεσσιν ἀτάρβητος νόος ἐστί·
Έπειτα σε αυτόν είπε ο θεόμορφος Αλέξανδρος: «Έκτωρ, επειδή δίκαια και όχι άδικα με αποπήρες, επειδή η καρδιά σου είναι αλύγιστη σαν τον πέλεκυ, που μέσα από το ξύλο γλιστρά από το κτύπημα ανδρός που καραβίσιο ξύλο μαστορικά το πελεκίζει και του ανδρός τη δύναμη τονώνει, έτσι μέσα στα στήθη σου έχεις άφοβη καρδιά. Γ. 58-63
* * *
γήραϊ δὴ πολέμοιο πεπαυμένοι, ἀλλ᾽ ἀγορηταὶ
ἐσθλοί, τεττίγεσσιν ἐοικότες οἵ τε καθ᾽ ὕλην
δενδρέῳ ἐφεζόμενοι ὄπα λειριόεσσαν ἱεῖσι·
Επειδή εξαιτίας των γηρατειών ήταν απόμαχοι• ήταν όμως ρήτορες διαλεχτοί μοιάζοντας με τα τζιτζίκια που στο δάσος σε δέντρο επάνω καθισμένα αφήνουν το διαπεραστικό τερέτισμά τους.
Γ. 150-152
Γ. 150-152
* * *
τὼ δ᾽ αὖθι τέλος θανάτοιο κάλυψεν.
Οἵω τώ γε λέοντε δύω ὄρεος κορυφῇσιν
ἐτραφέτην ὑπὸ μητρὶ βαθείης τάρφεσιν ὕλης·
τὼ μὲν ἄρ᾽ ἁρπάζοντε βόας καὶ ἴφια μῆλα
σταθμοὺς ἀνθρώπων κεραΐζετον, ὄφρα καὶ αὐτὼ
ἀνδρῶν ἐν παλάμῃσι κατέκταθεν ὀξέϊ χαλκῷ·
τοίω τὼ χείρεσσιν ὑπ᾽ Αἰνείαο δαμέντε
καππεσέτην, ἐλάτῃσιν ἐοικότες ὑψηλῇσι.
Είναι η στιγμή που σκοτώνονται στον πόλεμο τα δυο παιδιά του Διοκλή, ο Κρήθων και ο Ορσίλοχος:
Εκεί όμως τους βρήκε και τους δυο ο θάνατος. Σαν δυο λιοντάρια που τα μεγάλωσε η μάνα τους στα κορφοβούνια μέσα στα πυκνά δάση, και έπειτα βέβαια ρημάζουν των χωρικών τις στάνες αρπάζοντας τα βόδια και τα παχιά τους πρόβατα, ώσπου να σκοτωθούν και αυτά από το χέρι του τσοπάνη με μυτερό χάλκινο δόρυ, έτσι και εκείνοι σκοτώθηκαν από τα χέρια του Αινεία και στη γη σωριάστηκαν, όμοια με ψηλόκορφα έλατα. Ε. 550-560
* * *
Τὸν δὲ ἰδὼν ῥίγησε βοὴν ἀγαθὸς Διομήδης·
ὡς δ᾽ ὅτ᾽ ἀνὴρ ἀπάλαμνος ἰὼν πολέος πεδίοιο
στήῃ ἐπ᾽ ὠκυρόῳ ποταμῷ ἅλα δὲ προρέοντι
ἀφρῷ μορμύροντα ἰδών, ἀνά τ᾽ ἔδραμ᾽ ὀπίσσω,
Ο Διομήδης βλέπει τον Έκτορα στη διάρκεια της μάχης: Ο βροντόφωνος Διομήδης, όταν τον είδε, ανατρίχιασε. Και καθώς συμβαίνει όταν ένας οδοιπόρος, περπατώντας σε μεγάλο κάμπο, σταματά αμήχανος εμπρός σε ένα ποτάμι που κυλάει ορμητικά στη θάλασσα, και βλέποντάς το να βουίζει και να αφρίζει αποτραβιέται προς τα πίσω, έτσι και ο Διομήδης τότε οπισθοχώρησε. Ε. 596-600
* * *
οἳ δὲ μέγα φρονέοντες ἐπὶ πτολέμοιο γεφύρας
εἴατο παννύχιοι, πυρὰ δέ σφισι καίετο πολλά.
ὡς δ᾽ ὅτ᾽ ἐν οὐρανῷ ἄστρα φαεινὴν ἀμφὶ σελήνην
φαίνετ᾽ ἀριπρεπέα, ὅτε τ᾽ ἔπλετο νήνεμος αἰθήρ·
ἔκ τ᾽ ἔφανεν πᾶσαι σκοπιαὶ καὶ πρώονες ἄκροι
καὶ νάπαι· οὐρανόθεν δ᾽ ἄρ᾽ ὑπερράγη ἄσπετος αἰθήρ,
πάντα δὲ εἴδεται ἄστρα, γέγηθε δέ τε φρένα ποιμήν·
τόσσα μεσηγὺ νεῶν ἠδὲ Ξάνθοιο ῥοάων
Τρώων καιόντων πυρὰ φαίνετο Ἰλιόθι πρό.
χίλι᾽ ἄρ᾽ ἐν πεδίῳ πυρὰ καίετο, πὰρ δὲ ἑκάστῳ
εἴατο πεντήκοντα σέλᾳ πυρὸς αἰθομένοιο.
ἵπποι δὲ κρῖ λευκὸν ἐρεπτόμενοι καὶ ὀλύρας
ἑσταότες παρ᾽ ὄχεσφιν ἐΰθρονον Ἠῶ μίμνον.
Εκείνοι λοιπόν (οι Τρώες) όλο καμάρι κάθονταν ολονυχτίς στα περάσματα του πολέμου και έκαιγαν πολλές φωτιές. Και όπως όταν στον ουρανό φαίνονται τα άστρα λαμπερά γύρω από τη φωτεινή Σελήνη, όταν ο αιθέρας δεν έχει άνεμο και ξεχωρίζουν καθαρά όλοι οι βράχοι και οι κορφές και τα λαγκάδια και απέραντος προβάλλει στον ουρανό ο αιθέρας, και όλα τα αστέρια φαίνονται και χαίρεται ο βοσκός με την καρδιά του, τόσες φωτιές που τις άναψαν οι Τρώες έλαμπαν ανάμεσα στα πλοία και στη ρεματιά του Ξάνθου μπροστά στην Τροία. Χίλιες δηλαδή φωτιές καίγονταν στον κάμπο και σε κάθε φωτιάς τη λάμψη εμπρός κάθονταν πενήντα• και τα άλογα λευκό κριθάρι τρώγοντας και βίκο κοντά στα άρματα έστεκαν και πρόσμεναν την καλλίθρονη Αυγή. Θ. 553-565
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου