Δευτέρα 11 Σεπτεμβρίου 2023

Ο Οδυσσέας Ελύτης διαβάζει τα σημεία των καιρών

 
Κάποτε, η αναταραχή 
στα πνεύματα λογαριάζει
περισσότερο
από τα επιτεύγματα.

 Συμβαίνει να είμαι όχι συμπτωματικά μόνον αλλά και οργανικά Έλληνας· από την άποψη ότι κατοικώ το ίδιο απαράλλαχτο ομηρικό τοπίο και ότι έχω στο αίμα μου τον Πλάτωνα.
 […] Τι είναι η διαφάνεια, μας είναι γνωστό· μας είναι τουλάχιστον, εμάς των Ελλήνων, δεδομένη εξ ουρανού. Επομένως, το δύσκολο δεν είναι αυτό· είναι να την κατεβάσουμε –τη διαφάνεια εννοώ πάντοτε– από κει ψηλά και να την εφαρμόσουμε στα αισθήματά μας, στις αισθήσεις μας στις ιδέες μας· να βλέπουμε, άσχετα, κάποτε κι εναντίον του κατασκευασμένου μας υπερεγώ, μέσ’ από το πρώτο και το δεύτερο και το τρίτο επίπεδο, ποιοι πραγματικά είμαστε, και κατ’ ακολουθίαν ποιοι θα μπορούσαμε να είμαστε. Πώς όμως να γίνει; Ζούμε στον αιώνα της ευκολίας. Εδώ πέρα ως και τα λόγια, εάν δεν είναι του καφενείου, δυσκολεύονται να περάσουν – μια περίπτωση που ν’ αυτοκτονήσουν όλοι οι Mallarme [σ. Στεφάν Μαλαρμέ (1842-1898), Γάλλος ποιητής ιδρυτής των νέων ανορθόδοξων ποιητών, των συμβολιστών]. […] Τα πάντα, θα ’λεγες, είναι ικανός να σοφίζεται ο άνθρωπος, φτάνει να μην υποχρεωθεί να κοιταχτεί καταπρόσωπο. Κι από την πλευρά του κοινού: να μην εκτεθεί ανεπανόρθωτα.

 
Μια μειοψηφία εβρέθηκε πάντοτε, από τους αρχαίους καιρούς ίσαμε σήμερα, να εμπιστευθεί τη φαντασία, και μ’ αυτήν να υπερακοντίσει τη μεγαλύτερη ανασχετική δύναμη του ανθρώπου: τη σκοπιμότητα. Δυστυχώς, στο χωρισμό από τραπέζης και κοίτης με την αφιλοκέρδεια εθισθήκαμε τόσο πολύ, που η έννοια του «παιχνιδιού» να μας φαίνεται σήμερα τερατώδης. Και όμως· ένας λαός που αδυνατεί –το ολιγότερο– να επιστρέψει νοερά το ραβδί που κρατά στο δέντρο απ’ όπου κατάγεται, είναι καταδικασμένος, με το ίδιο αυτό ραβδί, κουτσαίνοντας να συνεχίσει την πορεία του μέσα στην ιστορία. Δεν αρκεί να ’χεις τσιμέντο και σίδερο για να πεις πως έχεις και σπίτι.  Μ’ ένα σωρό υλικά θ’ απομείνεις, όπως ο περίφημος εικοστός μας αιώνας, που έφτασε στο Διάστημα για να μας πει ότι δεν βλέπει τίποτα. Οι παλαιοί έβλεπαν αγγέλους. Και ναι μεν δεν λυπάμαι που πάψαμε να τους βλέπουμε, ασφαλώς όμως λυπάμαι που δε βρήκαμε τίποτε άλλο για να τους αντικαταστήσουμε. Απ’ αυτά που έσωσε να συνάξει μες τους αιώνες η δύναμη της λαϊκής φαντασίας ούτ’ ένα κομματάκι δε γίνεται ν’ αφαιρέσεις εάν προηγουμένως δεν έχεις βρει με τι θα το αντικαταστήσεις. Φαίνεται παράλογο· διαφορετικά, όμως, όλο το οικοδόμημα θα καταρρεύσει.
Πάρε την λέξη μου, λέει ο Ανδρέας Εμπειρίκος· δώσε μου το χέρι σου. Μια συναλλαγή, επιτέλους, εκτός εμπορίου. Δίνεις και παίρνεις, χωρίς ούτε να πουλάς ούτε ν’ αγοράζεις, Αν υπάρχει κάτι που περνάει από χέρι σε χέρι, αυτό είναι η ανθρωπιά…

Ποιος θα το φανταζότανε ποτέ ότι σε μέρες ειρήνης κι ευημερίας η χ ά ρ ι ς θα μπορούσε να υποτιμηθεί; Και όμως. Σήμερα, αν δεν έχεις τίποτα να κερδίσεις απ’ αυτό που  κάνεις, σε κοιτάζουν όλοι με ανοιχτό στόμα. Τα ποιήματα υποκαταστάθηκαν με εφημερίδες. […] Ως και τα λόγια τα ελληνικά, θα ’λεγες, πεισμάτωσαν άξαφνα και αρνούνται να υπακούσουν, εάν συμβαίνει να είσαι όχι μόνον από την άποψη της ιθαγένειας αλλά και κατά φαντασίαν Έλλην. Ήδη, αυτά που λέω, στην ακοή των τρίτων φτάνουν κινέζικα. Κι εμείς που λέγαμε ότι δε θα γίνουμε ποτέ στρατιώτες! Οι στολές κάπου, σε κάποιο αόρατο εργαστήριο, ετοιμάζονται. Είναι κομμένες ομοιόμορφα, όπως οι ιδέες· κι επιπλέον, προσφέρονται δωρεάν: το μόνο δωρεάν που ίσως γνωρίσει από δω κι εμπρός η ανθρωπότητα, κατά τα εννέα δέκατα εθελοντής στα ίδια της τα δεσμά.

Οι σχέσεις των ανθρώπων, ναι· ο έρωτας, ναι· αλλά όχι πάλι και πάλι ανάμεσα στις δαγκάνες του δέοντος και του ωφελίμου. Η αληθινή επανάσταση δεν εξαντλείται στα φαινόμενα· εισχωρεί βαθιά στην ψυχή, φτάνει στα όνειρα, κι ας φαίνεται αυτό αφέλεια ή παραδοξολογία, σήμερα που με «πράσινα» εννοούμε «κόκκινα», πάει να πει με το όνειρο κάτι το ακαθόριστο ή το ασυνάρτητο, εναντίον –εάν όχι και τίποτε άλλο– και των χθεσινών λαϊκών δοξασιών και των σημερινών επιστημονικών πορισμάτων. Επιμένουμε ν’ αγνοούμε ότι είναι τα στοιχεία του υλικού κόσμου που κυκλοφορούν και στα όνειρά μας, με μόνη τη διαφορά ότι εκεί το χαλινάρι των πολλών επάνω στο ένα δεν υπάρχει· οπόταν, βλέπεις τ’ άλογα να υπακούουν σε ό,τι θα ήθελες ανέκαθεν αλλά δεν τόλμησες ποτέ σου να ομολογήσεις.

(Στις παραπάνω επιλογές ο ποιητής απευθύνεται στον αγαπημένο του «σύμμαχο» ζωής Ανδρέα Εμπειρίκο, από την «Αναφορά στον Εμπειρίκο» στο «Εν Λευκώ»).

1 σχόλιο:

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...