Ο Ευριπίδης προκάλεσε πολλά μίση και αντιπάθειες κατά τη μακρά ποιητική σταδιοδρομία
του, επειδή ήταν μοναχικός και κλειστός χαρακτήρας αλλά πολύ περισσότερο για
τις τολμηρές ιδέες του, την έντονη ανανεωτική διάθεσή του και την αγάπη του για
το καινούργιο. Η συστηματική πολεμική των κωμωδιογράφων εναντίον του συνετέλεσε ώστε να διασυρθεί και
να σπιλωθεί ο βίος του. Ως μόνιμος στόχος χαρακτηρίστηκε από τους συγχρόνους
του και ως μισογύνης, ωστόσο οι
χαρακτήρες των ηρωίδων του το διαψεύδουν κατηγορηματικά και ο μισογυνισμός του,
επομένως, μάλλον πρέπει να θεωρείται ως θρύλος.
Το 431 π.Χ. ο Ευριπίδης δίδαξε τη Μήδεια,
πρώτο δράμα μιας τετραλογίας που περιελάμβανε ακόμη τα έργα Φιλοκτήτης, Δίκτυς και το σατιρικό δράμα Θερισταί. Ήρθε τρίτος στον διαγωνισμό
τότε. Σήμερα τη Μήδεια την
κατατάσσουμε στα αριστουργήματά του. Στο έργο αυτό πραγματοποιεί μια καινούργια
και αποφασιστική στροφή με μια αδιαμφισβήτητα
βαθιά επέμβαση στον αρχαίο μύθο, με ένα
αποτελεσματικό δραματικό τέχνασμα.
Στη ελληνική μυθολογία πουθενά δεν υπάρχει καμία αναφορά ότι η Μήδεια έχει σκοτώσει τα παιδιά της. Μάλιστα, σύμφωνα με τον Κρεώφυλλο τον Σάμιο, στην προσπάθειά της να σώσει τα παιδιά της από την οργή των Κορινθίων επειδή η Μήδεια είχε σκοτώσει τον Κρέοντα και τη Γλαύκη ή Κρέουσα, τα οδήγησε στο ιερό της Ήρας. Δεν κατάφερε να τα γλυτώσει όμως καθώς οι Κορίνθιοι τα λιθοβόλησαν μέσα στο ιερό. Ίσως και αυτός να είναι ο λόγος που μόνο στην Κόρινθο εθρυλείτο ότι υπήρχε ένας τάφος των παιδιών της Μήδειας, και μάλιστα επικρατούσε η αντίληψη ότι εκείνη τα σκότωσε από μια απροσεξία προσπαθώντας να τα καταστήσει αθάνατα. Ορμώμενος λοιπόν από αυτόν τον θρύλο, ο Ευριπίδης την κάνει φόνισσα των παιδιών της για να εκδικηθεί με άγριο πάθος την απιστία του Ιάσονα. Η επίδραση αυτής της μορφής στην παγκόσμια λογοτεχνία, με την οποία μόνο λίγες μπορούν να συγκριθούν, αποτελεί μια σίγουρη μαρτυρία για το μεγαλείο και την ορθότητα της σύλληψής της. Καμιά άλλη ελληνική τραγωδία δεν είναι σε τόσο βαθμό κινούμενη από τις δυνάμεις που από την ψυχή του ανθρώπου υψώνονται σε δαιμονική δράση. Το άμετρο μίσος εναντίον του προδότη και η τρυφερή αγάπη προς τα παιδιά, και πολλά άλλα, που είναι χωρισμένα σαν τη φωτιά από το νερό, μπορούν να βρουν πολύ καλά τη θέση τους σε μια ανθρώπινη ψυχή.
Η Μήδεια μπορεί να θεωρηθεί ένα επαναστατικό τόλμημα μιας θεατρικής συγγραφικής ιδιοφυΐας. Ο θεατής μπορεί να απλώσει τη συμπάθειά του στα άδυτα πάθη της Μήδειας και συγχρόνως να αισθανθεί τη φρίκη της συνειδητής, προμελετημένης παιδοκτονίας, ακόμη κι αν αντιλαμβάνεται ότι τα παιδιά είναι έτσι κι αλλιώς χαμένα, κάτι που και η ίδια η Μήδεια συναισθάνεται. Επίσης, η ιδιαίτερη γνώση και η ευφυΐα της Μήδειας, καθώς και η ιδιαίτερη φύση και η ιδιαίτερη θέση αυτής της γυναίκας, ορίζονται, συνδυάζονται και αναπτύσσονται πολύ προσεκτικά και καίρια μέσα στο δράμα, με όρους που ξεπερνούν τις νεότερες ερμηνείες κοινωνιολογικού ή φεμινιστικού χρωματισμού.
Η
ΥΠΟΘΕΣΗ
Το έργο ξεκινάει με τον πρόλογο της τροφού η οποία, ανατρέχοντας στη ναυπήγηση και στο ταξίδι της Αργούς, θυμίζει την αρχή των δεινών της Μήδειας, της κόρης του βασιλιά της Κολχίδας, Αιήτη. Περιγράφει ότι η γυναίκα αυτή βοήθησε τον Ιάσονα και προκάλεσε τον θάνατο του Πελία στην Ιωλκό. Έπειτα εγκαταστάθηκε εξόριστη με τον Ιάσονα στην Κόρινθο και τώρα βλέπει τον άντρα της να ετοιμάζεται να κάνει νέο γάμο με την κόρη του βασιλιά Κρέοντα, την Κρέουσα ή Γλαύκη. Στη σκηνή τώρα εισέρχεται η παιδαγωγός και τα παιδιά και μαθαίνουμε ότι ο Κρέων διέταξε να εξοριστεί η Μήδεια με τα παιδιά της. Από το παλάτι ακούμε τη Μήδεια να οικτίρει την κακή της τύχη. Ο Χορός, που είναι οι γυναίκες της Κορίνθου, έρχονται να συμπαρασταθούν και στέλνουν την τροφό στο παλάτι με σκοπό να παροτρύνει τη Μήδεια να μοιραστεί την αγωνία της μαζί τους.
Όλη η δράση της τραγωδίας της Μήδειας είναι τόσο εντυπωσιακή και τόσο ακραία ώστε δύσκολα το έργο
θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητο στην ιστορία της λογοτεχνίας. Ολόκληρη η
συλλογιστική επεξεργασία του μυθικού υποστρώματος αυτού του έργου είναι και σε
άλλες πτυχές της ιδιαίτερα προχωρημένη. Ο προβληματισμός επεκτείνεται
περισσότερο και αναζητάει τα όρια και τη σχέση της θεμιτής και της επιθυμητής
εκδίκησης, τη σχέση της εκδίκησης με την κοινωνική δικαιοσύνη, καθώς και το
μέγεθος των συναισθηματικών και κοινωνικών συνεπειών, όταν οι έννοιες
δικαιοσύνη και εκδίκηση τεθούν σε εφαρμογή.
Οι κριτές του 431 π.Χ. δεν μπορούσαν να ξέρουν ότι ο μονόλογος της κεντρικής
ηρωίδας στη Μήδεια θα ήταν η πρώτη
έκφραση εσωτερικής σύγκρουσης του ανθρώπου στην ιστορία του θεάτρου. Η αλήθεια
όμως είναι ότι το 431 π.Χ. αυτό ακριβώς συνέβη.
Μαρίνα Αθ. Μαραγκού
ΕΑΠ, Γράμματα 1: Αρχαία Ελληνική και Βυζαντινή
Φιλολογία – τόμος Α.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου