Ο χριστιανισμός, με την υποστήριξη του Κωνσταντίνου
Α’ (305-337) και με την έκδοση ενός αυτοκρατορικού διατάγματος στη Ρωμαϊκή
Αυτοκρατορία, το 311, περί ανεξιθρησκίας, αρχίζει να εδραιώνεται. Είναι ένα
γεγονός που εγκαινιάζει μια νέα εποχή για όλη την αυτοκρατορία, που εκτείνεται
ακόμη από την Ισπανία και τη Βρετανία ως τον Ευφράτη και από τον Ρήνο και τον
Δούναβη ως τη Βόρεια Αφρική. Με την ίδρυση μιας νέας πρωτεύουσας, της
Κωνσταντινούπολης, της Νέας Ρώμης, 324-330, την οριστική διαίρεση του κράτους
σε ανατολικό και δυτικό, το 395, την κατάλυση του δυτικού από γερμανικά φύλα,
το 476, και τη διάσωση του ανατολικού, όπου επικρατούσε η ελληνική γλώσσα και
θα λέγαμε ευρύτερα, ο ελληνικός πολιτισμός, η αυτοκρατορία, το ανατολικό τμήμα
της, χωρίς να διακόπτεται η συνέχεια, εξαιτίας των προηγούμενων λόγων που
αναφέρθηκαν, θα αποκτήσει μια νέα φυσιογνωμία.
Πρέπει όμως να επισημάνουμε, ωστόσο, ότι ως το τέλος
της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453, οι
αυτοκράτορες ονόμαζαν τους εαυτούς τους βασιλείς και αυτοκράτορες Ρωμαίων.
Επιπροσθέτως, οι κάτοικοι αποκαλούνταν Ρωμαίοι και, από τον 4ο αιώνα, το δυτικό
τμήμα και ύστερα όλη η επικράτεια έφερε το ανεπίσημο όνομα Ρωμανία. Εξάλλου, μέχρι και σήμερα, το όνομα Ρωμαίοι, που η λαϊκότερη
μορφή του είναι Ρωμιοί, δηλώνει τον επικρατέστερο γλωσσικά και πολιτισμικά λαό
της αυτοκρατορίας, τον ελληνικό, όπως λέει και ο Ζακυθηνός.
Κατά τον 16ο αιώνα και περισσότερο από τον 17ο αιώνα
οι λόγιοι της Δύσης, για ιδεολογικούς λόγους, επειδή θεωρούσαν τη Ρώμη, την
παλαιά αυτοκρατορία της και τη λατινική γλώσσα –που ήταν ως πρόσφατα γλώσσα της
Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας– δική τους κληρονομιά, ενώ το ανατολικό κράτος
εξαιτίας δόγματος, γλώσσας και πολιτισμού, διαφορετικό, το ονόμασαν Βυζάντιο. Ο ιστορικός αυτός όρος δεν
αναφέρεται σε ιστορικές πηγές και δεν δικαιολογείται από το ότι η
Κωνσταντινούπολη χτίστηκε εκεί όπου βρίσκεται η ομώνυμη αρχαία αποικία των
Μεγαρέων. Άντεξε λοιπόν στον χρόνο αυτός ο όρος και επιβλήθηκε, καθώς εκείνοι
που θα μπορούσαν να εναντιωθούν στην επικράτησή του βρίσκονταν σε αδυναμία να
το πράξουν ή ήρθαν καθυστερημένα, τον 19ο
αιώνα, να τον αμφισβητήσουν. Άλλωστε, το
ανατολικό κράτος δεν περιελάμβανε τη Ρώμη και από τον 7ο αιώνα απέβαλε τη λατινική γλώσσα και ως πολιτισμική
οντότητα πράγματι διέφερε αισθητά από τον κόσμο της Δύσης.
Η ιστορία της μεταβαπτισμένης αυτοκρατορίας, ως τον 19ο
αιώνα, γράφτηκε με απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς και από την ιστοριογραφία τη
διαμορφωμένη στο δυτικό θρησκευτικό περιβάλλον και από την ιστοριογραφία την
επηρεασμένη από τον Διαφωτισμό και τον κλασικισμό, κάτι που αποδέχθηκε και η
ελληνική διανόηση. Η αποκατάσταση των σχέσεων της ελληνικής ιστοριογραφίας με
το Βυζάντιο αρχίζει από τα μέσα του 19ου αιώνα με τον Βυζάντιο Σκαρλάτο, τον Σπυρίδωνα
Ζαμπέλιο και φυσικά τον Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο που αναγνωρίζει στους
Βυζαντινούς τους άμεσους προγόνους των Νεοελλήνων.
Σήμερα καταλήγουμε στο ίδιο συμπέρασμα όχι από
ιδεολογική πρόθεση αλλά εκτιμώντας τα πολιτισμικά στοιχεία που έχουν κληρονομηθεί
από τους Νεοέλληνες. Οι βυζαντινές σπουδές έχουν αποκτήσει στις ημέρες μας
ευρύτητα και βάθος, υπολογίζοντας τον βυζαντινό πολιτισμό ως ένα αξιοσημείωτο
κομμάτι του παγκοσμίου πολιτισμού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου