Στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών από όπου αποφοίτησε το 1938, είχε καθηγητή τον Κωνσταντίνο Παρθένη και συμμαθητή τον Γιάννη Μόραλη. Κατόπιν μαθήτευσε πλάι στον βυζαντινολάτρη Φώτη Κόντογλου και στον αρχαιολόγο Ανδρέα Ξυγγόπουλο, οι οποίοι τον μύησαν στην υπερβατικότητα της βυζαντινής τέχνης.
Η πρώτη του ατομική έκθεση, τον Νοέμβριο του 1939, συνάντησε σφοδρότατη αντίδραση. Και αυτό παρότι οι πίνακες του Εγγονόπουλου ενσωματώνουν, συμβολικά, με ιδιαίτερα άμεσο τρόπο, στοιχεία συσχετιζόμενα με την Ελλάδα (κίονες, άγαλμα κ.λπ.), αιτούμενο της Γενιάς του ’30 και μιας εποχής που η συζήτηση περί ελληνικότητας ήταν στην ημερήσια διάταξη. Οι εικαστικές παραπομπές στο ελληνικό παρελθόν, από τις οποίες βρίθει το έργο του Εγγονόπουλου εξελήφθησαν, δυστυχώς, ως παρωδίες ελληνικότητας και αντιμετωπίσθηκε ως μία δυσνόητη αφηρημένη εικαστική γλώσσα.
Η αντίδραση αυτή είναι μια προέκταση του σκανδάλου που είχε ήδη ξεσπάσει με την έκδοση της Υψικαμίνου του Ανδρέα Εμπειρίκου (Μάρτιος 1935) αλλά και με την κυκλοφορία των πρώτων ποιημάτων του Εγγονόπουλου (Μάρτιος 1938) με τον τίτλο Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν. Οι εχθρικές αντιδράσεις που συνάντησε η εισαγωγή των υπερρεαλιστικών καλλιτεχνικών αντιλήψεων στην Ελλάδα κυμαίνονταν από τη λοιδορία και τον χλευασμό ως τη συγκαταβατική απόρριψη. (Ο Δ. Ψαθάς είχε γράψει ένα κείμενο παρωδία και ο Αιμίλιος Χουρμούζιος προέτρεπε τον Εγγονόπουλο να εγκαταλείψει αυτή την «ανάξια λόγου ενασχόληση»). Μία από τις εξαιρέσεις αποτελεί άρθρο του Οδυσσέα Ελύτη, που όμως κατακρίνει κυρίως την απουσία μιας σοβαρής αντιμετώπισης του σουρεαλισμού από την πλευρά των κριτικών. Η αρνητική υποδοχή δεν αρκείται στους φιλελεύθερους διανοούμενους αλλά συμπεριλαμβάνει και τους κριτικούς της Αριστεράς και τους θεωρητικούς του μεταξικού καθεστώτος.
Το 1954 ο ζωγράφος εκπροσώπησε την Ελλάδα στην 27η Μπιενάλε της Βενετίας με 74 έργα, συμμετέσχε σε πολλές εκθέσεις στο εξωτερικό, και δεύτερη ατομική του έκθεση το 1963 οργάνωσε στο Αθηναϊκό Τεχνολογικό Ινστιτούτο.
Ο Νίκος Εγγονόπουλος κατόρθωσε να υπερβεί τις αναστολές και τις φοβίες της γενιάς του και αποδύθηκε σε ένα εικαστικό έργο σφραγισμένο από την ποιότητα μιας σκέψης πρωτότυπης και αποκαλυπτικής. Σε μια συνύπαρξη φροϋδικών συμβόλων, ηρώων της ελληνικής ιστορίας και μύθων, αλληγοριών, με σαρκαστικό χιούμορ, μέσα στα οποία συγχέονται τα όρια της φαντασίας και της πραγματικότητας, η πορεία ωστόσο του ελληνισμού, ιδωμένη από μια ιδιότυπη οπτική, είναι πάντα παρούσα.
Η πρώτη του ατομική έκθεση, τον Νοέμβριο του 1939, συνάντησε σφοδρότατη αντίδραση. Και αυτό παρότι οι πίνακες του Εγγονόπουλου ενσωματώνουν, συμβολικά, με ιδιαίτερα άμεσο τρόπο, στοιχεία συσχετιζόμενα με την Ελλάδα (κίονες, άγαλμα κ.λπ.), αιτούμενο της Γενιάς του ’30 και μιας εποχής που η συζήτηση περί ελληνικότητας ήταν στην ημερήσια διάταξη. Οι εικαστικές παραπομπές στο ελληνικό παρελθόν, από τις οποίες βρίθει το έργο του Εγγονόπουλου εξελήφθησαν, δυστυχώς, ως παρωδίες ελληνικότητας και αντιμετωπίσθηκε ως μία δυσνόητη αφηρημένη εικαστική γλώσσα.
Αργώ |
Ενθύμιον της Κατοχής Αθηναία κυρία μπροστά σε Γερμανό κατακτητή |
Ο Νίκος Εγγονόπουλος κατόρθωσε να υπερβεί τις αναστολές και τις φοβίες της γενιάς του και αποδύθηκε σε ένα εικαστικό έργο σφραγισμένο από την ποιότητα μιας σκέψης πρωτότυπης και αποκαλυπτικής. Σε μια συνύπαρξη φροϋδικών συμβόλων, ηρώων της ελληνικής ιστορίας και μύθων, αλληγοριών, με σαρκαστικό χιούμορ, μέσα στα οποία συγχέονται τα όρια της φαντασίας και της πραγματικότητας, η πορεία ωστόσο του ελληνισμού, ιδωμένη από μια ιδιότυπη οπτική, είναι πάντα παρούσα.
Ορφέας και Ευρυδίκη
Δήλος
Αισθηματικό βαλς
Οι αδιάφθοροι
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου