(Αθήνα 1908-1960)
Από τους αξιολογότερους
πεζογράφους της Γενιάς του ’30. Το πραγματικό του όνομα ήταν Δημήτρης
Ροδόπουλος. Εμπνεύσθηκε το λογοτεχνικό του ψευδώνυμο από το δέντρο καραγάτσι
(δεντοφτελιά) κάτω από το οποίο διάβαζε στην αυλή της εκκλησίας όταν βρισκόταν στο
εξοχικό του στη Ραψάνη. Το γράμμα Μ. του μικρού ονόματος προέρχεται από το Μίτια (Δημήτρης στα
ρωσικά) που τον φώναζαν οι φίλοι του λόγω της αδυναμίας του στον Ντοστογιέφκσι
και δη στους Αδελφούς Καραμαζόφ.
Έγραψε περίπου 25 συνολικά
βιβλία [Ο συνταγματάρχης Λιάπκιν,
Γιούγκερμαν, Χίμαιρα, Το χαμένο νησί, Νυχτερινή ιστορία, Ο Κοτζάμπασης
του Καστρόπυργου, Τα στερνά του Μίχαλου, Η μεγάλη λιτανεία (πρώτο κρατικό
βραβείο διηγήματος 1956), Ο κίτρινος φάκελος, Σέργιος και Βάκχος, Το 10 που παρέμεινε
λειψό κ.ά.). Μαζί με τους Ηλία Βενέζη, Στράτη Μυριβήλη και Άγγελο Τερζάκη
συνέγραψε το 1958 εκ περιτροπής σε συνέχειες στην εφημερίδα «Ακρόπολις»
μυθιστόρημα το οποίο αργότερα κυκλοφόρησε αυτοτελώς με τον τίτλο «Το
μυθιστόρημα των τεσσάρων».
Παραμένοντας σταθερός στην κλασική, παραδοσιακή φόρμα της πεζογραφίας, υπήρξε ευρηματικός και άκρως ευφάνταστος, με ένα βαθύ αίσθημα του φυσικού περιβάλλοντος και των λεπτομερειών, ενώ το σύνολο των ηρώων του διακρίνεται για την τραγική στο βάθος σύλληψη του ανθρώπινου πεπρωμένου.
Σε δικό του σενάριο στηρίζεται η κινηματογραφική ταινία «Καταδρομή» (1946), Διασκεύασε την Κάρμεν, έγραψε ένα θεατρικό έργο (Μπαρ Ελδοράδο), ενώ έχει γράψει επίσης ποιήματα και βιβλιοκρισίες.
Το έργο του
χαρακτηρίζεται από πολλά θετικά αλλά και αρνητικά στοιχεία, τα οποία γενικώς
τον καθιστούν ως έναν από τους πιο ενδιαφέροντες συγγραφείς της γενιάς του και,
σίγουρα, τον πιο αναγνώσιμο μυθιστοριογράφο των τελευταίων χρόνων.
Απόσπασμα από τον Γιούγκερμαν
Το μεγάλο πανηγύρι έγιν’ ένα Σάββατο. Το βραδάκι, στεις εφτά, η Βούλα είχε το συνηθισμένο ραντεβού της με το Βάσια. Όταν, κατά τις εξήμιση, κατέφθασε ο κύριος οιονεί αρραβωνιαστικός. Δε γινόταν για πρώτη φορά αυτό. Τότε η Βούλα έκλεινε το μισό παραθυρόφυλλo της κάμαράς της, σε τρόπο που να το ιδεί ο Βάσιας απ’ το Περίπτερο. Κι αυτό είχε την εξής συμβατική σημασία: «Σήμερα δεν μπορώ να έρθω. Αύριο την ίδια ώρα».
Χτυπώντας την πόρτα του σπιτιού της, ήξερε τι την
περίμενε· μα ήταν έτοιμη να δεχθεί τα πάντα με απόλυτη ψυχραιμία. Μήπως δυο
ολόκληρες ώρες δε γνώρισε την πιο τέλεια ευτυχισμένη γαλήνη κοντά στον
αγαπημένο άντρα; Τι αξία είχαν όλα τ’ άλλα;
Απόσπασμα από τον Γιούγκερμαν
Το καραγάτσι |
Το μεγάλο πανηγύρι έγιν’ ένα Σάββατο. Το βραδάκι, στεις εφτά, η Βούλα είχε το συνηθισμένο ραντεβού της με το Βάσια. Όταν, κατά τις εξήμιση, κατέφθασε ο κύριος οιονεί αρραβωνιαστικός. Δε γινόταν για πρώτη φορά αυτό. Τότε η Βούλα έκλεινε το μισό παραθυρόφυλλo της κάμαράς της, σε τρόπο που να το ιδεί ο Βάσιας απ’ το Περίπτερο. Κι αυτό είχε την εξής συμβατική σημασία: «Σήμερα δεν μπορώ να έρθω. Αύριο την ίδια ώρα».
Οπωσδήποτε, η Βούλα περίμενε την επίσκεψη του
γιατρού για την Κυριακή. Από το πρωί βρισκόταν σε πυρετική προσμονή του
βραδινού περίπατου. Τόσο πολύ πεθυμούσε να ιδεί το φίλο της εκείνο το βράδυ,
που τίποτα δεν μπορούσε να τη συγκρατήσει. Στο σαλόνι, όπου πήγε με το Γιώργο,
ήρθε κι η Νίτσα. Ευτυχώς γιατί δε θα μπορούσε να κρατήσει μια συνομιλία, με την
αγωνία που τη σύνεχε. Είπε μόνο δυο-τρεις λέξεις· διαρκώς στριφογύριζε στην
καρέκλα της, φανερά νευριασμένη κι ανυπόμονη. Όταν το ρολόι χτύπησε εφτά, χωρίς
να δικαιολογηθεί, βγήκε απ' την κάμαρα, σα να πήγαινε για δυο λεπτά κάπου. Και
ξαναγύρισε στεις εννιά.
Φαίνεται πως η φασαρία που ακολούθησε το ξεπόρτισμά
της ήταν γενναία. Ο Γιώργος γίνηκε κατακίτρινος κι έφυγε απειλώντας γη και
ουρανό. Η Παπαδέλαινα μάταια προσπάθησε να τον γαληνέψει γεμίζοντάς τον
εξηγήσεις και διαβεβαιώσεις. Σαν έμεινε μόνη έπεσε σε νευρική κρίση, που είχε
αντίχτυπο στις δυο μικρές της κόρες. Πάνω στη συναυλία των γοερών κλαμάτων
κατέφθασε ο Χρίστος στο τσακίρ-κέφι· τα είχε κοπανήσει στο Πασαλιμάνι, με την
παρέα του. Όταν πληροφορήθηκε τα καθέκαστα άρχισε να βλαστημάει Χριστούς και
Παναγίες, απειλώντας πως θα κόψει τα ποδάρια της παλιοβρώμας της αδερφής του
και του «τοιούτου» αγαπητικού της. Από αντανάκλαση ο Κωστάκης ούρλιαζε, χωρίς
να ξέρει γιατί. Η υπηρέτρια κλείστηκε στην κουζίνα, με τρομαγμένα
σταυροκοπήματα· κι οι γειτόνοι βγήκαν στα παράθυρα.
Απάνω στην ώρα έφτασε η Βούλα. Μόλις την αντίκρισε,
ο Χρίστος εξαγριώθηκε. Τη στρίμωξε σε μια γωνιά, και με μούτρο αναμμένο άρχισε
να τη βρίζει καπηλικά. Από το στόμα του βγήκε ένας περαιώτικος οχετός βρωμερός,
ασφυχτικός και τόσο αναπάντεχος, που η Βούλα σάστισε. Μα γρήγορα ξανάβρε την
ψυχραιμία της, τη θωρακισμένη με τη γενικότερη αδιαφορία για ό,τι δεν αφορούσε
την αγάπη της. Σήκωσε τους ώμους και ψιθύρισε ήρεμα, δίχως κακία, ίσως με
κάποια θλίψη:
- Είσαι πιωμένος, Χρίστο, και δε σε συνερίζομαι...
Ο αδερφός φούντωσε από τη λύσσα του.
- Α! Ώστε έχεις μούτρα και με βρίζεις, παλιοβρώμα!
Είμαι μεθυσμένος και δεν ξέρω τι μου γίνεται! Δε φτάνει που κατάντησες έτσι, μα
βγάζεις και γλώσσα στον αδερφό σου! Θα σου δείξω εγώ!
Είχε τέτοια συναίσθηση πως ήταν άτρωτη από κάθε
κακό, έξω από την αγάπη της, που ξανασήκωσε τους ώμους.
- Τι θα μου δείξεις; μουρμούρισε σαν να μιλούσε στον
εαυτό της.
Μα ο Χρίστος το πήρε αλλιώς. Χάνοντας ολότελα τον
έλεγχο του εαυτού του, της τράβηξε δυο γερά χαστούκια.
- Να, σκύλα ξαναμμένη! Να σε μάθω να μου βγάζεις
γλώσσα!
Αυτό δεν το περίμενε. Το τράνταγμα ήταν τόσο δυνατό,
που έμεινε σαστισμένη, ζαλισμένη, με μια βοή στ’ αυτιά. Γρήγορα όμως συνήρθε.
Ορθώθηκε, όσο της επέτρεπε το μικρό κορμί της μα ο θυμός της ήταν τέτοιος, που
φάνηκε πελώρια. Το πρόσωπό της γίνηκε φλουρί· τα καστανά μάτια της πετούσαν
μαύρες φωτιές.
- Άκου να σου πω, είπε με φωνή δυνατή και ξεκάθαρη.
Αν νομίζεις πως θα πουλήσω την τύχη και το κορμί μου, μικρέ παλιάνθρωπε, για να
γίνουν τα κέφια σου, είσαι γελασμένος. Σ' το λέω εσένα, και να το ακούσουν
όλοι! Πόρνη δεν είμαι, ούτε θα γίνω ποτέ, και μάλιστα για σας, πεινασμένοι
λύκοι! Αν πάρω το Γιώργο -που δε θα τον πάρω ποτέ- να το ξέρετε: το καθήκον
μου, σαν τίμια σύζυγος, με προστάζει ένα πράμα: να υπερασπιστώ την περιουσία
του άντρα μου από τα νύχια σας! Όχι! Δε θα τον αφήσω να σας δώσει ούτε μια
πεντάρα! Ποτέ! Ποτέ! Ποτέ!
Προχώρησε κατά πάνω του απειλητική, με σαγόνια και
γροθιές σφιγμένες.
- Όσο για σένα, μικρέ εκβιαστή, που τόλμησες να
σηκώσεις άδικο χέρι πάνω στη μεγάλη αδερφή σου, σε σιχαίνομαι! Είσαι πολύ
χαμηλός ανθρωπάκος! Φύγε από μπροστά μου!
Το πρόσωπο, η φωνή, τα λόγια της ήσαν τόσο
τρομαχτικά, που ο νεαρός μεθυσμένος τα ‘χασε. Χωρίς να μιλήσει, με κεφάλι
κατεβασμένο οπισθοχώρησε, πήρε το καπέλο του, ροβόλησε τη σκάλα και βγήκε στο
δρόμο χτυπώντας την πόρτα με μανία. Κατάλαβε πως νικήθηκε χωρίς να μπορεί να
εξηγήσει το γιατί, αφού είχε το δίκιο με το μέρος του...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου