Ο Έλληνας διανοούμενος αναζητεί στα ομηρικά έπη τις ρίζες της ελληνικής αντίληψης του κόσμου
Η εξαθλίωση του ανθρώπου με την «ασθένεια της βούλησης»
Πολλά χωρία, τόσο στην Ιλιάδα όσο και στην Οδύσσεια, παρουσιάζουν ρητά τους δισταγμούς των ηρώων. Τους δείχνουν τη στιγμή της μάχης να αντιπαραθέτουν μέσα τους αντιφατικά πράγματα – αυτό που θα ονομάσει αργότερα ο Πλάτων «διάλογο ψυχής με τον εαυτό της». Ο Όμηρος χρησιμοποιεί π.χ. την έκφραση «δίχα θυμόν έχειν», προκειμένου να περιγράψει το πνεύμα του ήρωα, που αμφιταλαντεύεται μεταξύ δυο αντιφατικών θέσεων (βλ. Οδ. π 73, που επαναλαμβάνεται ελαφρώς παραλλαγμένο στην τ 524). Και η λήψη της απόφασης συνδέεται άρρηκτα με μια ρητή ενδοσκόπηση, με τον έλεγχο των υπέρ και των κατά, των κινήτρων, που οδηγούν τον ήρωα στην πράξη ή στην αδράνεια. Όλα αυτά είναι απολύτως εμφανή σε όλη την έκταση των επών.
Παρά ταύτα παρεμβάλλεται εδώ μια συζήτηση –δευτερεύουσα σίγουρα– που δεν θα ήθελα όμως να αποφύγω. Υποστηρίχτηκε, και συνεχίζει να υποστηρίζεται, ότι δεν θα μπορούσε να υπάρξει πραγματική απόφαση στον ελληνικό κόσμο, τουλάχιστον στα ομηρικά έπη, αλλά και πέραν αυτών, μέχρι τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, διότι η αρχαία Ελλάδα αγνοεί την έννοια της βούλησης.
Βέβαια, η λέξη βούλησις δεν απαντά στον Όμηρο –ούτε και πολύ αργότερα– για να υποδείξει την ψυχική ιδιότητα ή τη στάση που θα οδηγούσαν στην επιλογή μεταξύ δύο πραγμάτων ή που θα στηρίξουν την απόφαση. Γιατί όμως να συμπεράνουμε εξ αυτού την παντελή απουσία της ίδιας της έννοιας; Υφίσταται εν προκειμένω σύγχυση μεταξύ της άγνοιας μιας λέξης ή της μη θεματοποίησης μιας έννοιας από κάποια γλώσσα και της απουσίας της ίδιας της έννοιας. Είναι σχεδόν σαν να υποστηρίζουμε, ότι οι Έλληνες δεν είχαν υποσυνείδητο, επειδή δεν υπάρχει λέξη που να το ονοματίζει! Το ερώτημα που πρέπει να τεθεί είναι, γιατί μέχρι μια σχετικά ύστερη χρονολογία δεν θεματοποίησαν τη βούληση.
Προσωπικά πιστεύω ότι δεν αγνοούσαν καθόλου την έννοια, αλλά ότι γι’ αυτούς η βούληση δεν αποτελούσε πρόβλημα. Και ότι, πίσω από τη σύγχρονη θεματοποίηση της έννοιας, στη ρίζα της υποκρύπτεται κάτι άλλο.
Θα πρέπει εδώ να ακολουθήσουμε μιαν άλλη θεωρητική γενεαλογία, την ιουδαϊκή και τη χριστιανική. Διότι από την εποχή ακριβώς του Χριστιανισμού, αλλά αναμφίβολα ήδη από τον Ιουδαϊσμό, ο ανθρώπινος κόσμος κατατρύχεται από μια ουσιαστική ασθένεια: την ασθένεια της βούλησης, η οποία έχει μια σαφή οντο-θεολογική καταγωγή αναπόσπαστη από την έννοια του αμαρτήματος (σ.σ. βλ. Ο αέναος φαύλος κύκλος της χριστιανικής υποταγής: Aμαρτία - Μετάνοια - Άφεση - Αμαρτία). Οφείλουμε να πράξουμε κάτι για το οποίο δεν είμαστε ίσως ικανοί, πράγμα που αποτελεί σφάλμα. Αποδίδουμε επομένως στον εαυτό μας την αιτία αυτής της ανικανότητας με τη μορφή της κακής θέλησης ή της ανεπαρκούς βούλησης.
Στους Έλληνες όμως, δεν υπάρχει αμαρτία, άρα δεν μπορεί να υπάρξει και θεματοποίηση της σχετικής με τη βούληση προβληματικής. Η ρίζα βρίσκεται εδώ, οι δε απολήξεις της φθάνουν σε όλη τη σύγχρονη λογοτεχνία, τουλάχιστον από τον Άμλετ μέχρι τον Αδόλφο του Benjamin Constant και τους μυθιστοριογράφους του 19ου αιώνα. Ο λιπόψυχος ήρωας είναι γεμάτος ιδέες για να αλλάξει τον κόσμο, είναι όμως αργά για να τις υλοποιήσει, ίσως αύριο... Όλη αυτή η νεφελώδης θεματική απουσιάζει από το τεράστιο σώμα της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας, στην οποία βρίσκουμε τον εσωτερικό διάλογο, τον δισταγμό, την αμφιβολία και τελικά την απόφαση για δράση ή παραίτηση, δεν βρίσκουμε όμως, παρά μόνο τελείως περιθωριακά, την πρόσθετη αυτή στιγμή της ασθενούς βούλησης. Δεν πρόκειται, επομένως, για μη ανακάλυψη της βούλησης από τούς Έλληνες, αλλά για μη ύπαρξη της ασθένειας της βούλησης, των «ασθενειών βούλησης», όπως έλεγαν τα εγχειρίδια Ψυχιατρικής του 19ου αιώνα, και της βούλησης ως ασθένειας.
Προσωπικά πιστεύω ότι δεν αγνοούσαν καθόλου την έννοια, αλλά ότι γι’ αυτούς η βούληση δεν αποτελούσε πρόβλημα. Και ότι, πίσω από τη σύγχρονη θεματοποίηση της έννοιας, στη ρίζα της υποκρύπτεται κάτι άλλο.
Θα πρέπει εδώ να ακολουθήσουμε μιαν άλλη θεωρητική γενεαλογία, την ιουδαϊκή και τη χριστιανική. Διότι από την εποχή ακριβώς του Χριστιανισμού, αλλά αναμφίβολα ήδη από τον Ιουδαϊσμό, ο ανθρώπινος κόσμος κατατρύχεται από μια ουσιαστική ασθένεια: την ασθένεια της βούλησης, η οποία έχει μια σαφή οντο-θεολογική καταγωγή αναπόσπαστη από την έννοια του αμαρτήματος (σ.σ. βλ. Ο αέναος φαύλος κύκλος της χριστιανικής υποταγής: Aμαρτία - Μετάνοια - Άφεση - Αμαρτία). Οφείλουμε να πράξουμε κάτι για το οποίο δεν είμαστε ίσως ικανοί, πράγμα που αποτελεί σφάλμα. Αποδίδουμε επομένως στον εαυτό μας την αιτία αυτής της ανικανότητας με τη μορφή της κακής θέλησης ή της ανεπαρκούς βούλησης.
Στους Έλληνες όμως, δεν υπάρχει αμαρτία, άρα δεν μπορεί να υπάρξει και θεματοποίηση της σχετικής με τη βούληση προβληματικής. Η ρίζα βρίσκεται εδώ, οι δε απολήξεις της φθάνουν σε όλη τη σύγχρονη λογοτεχνία, τουλάχιστον από τον Άμλετ μέχρι τον Αδόλφο του Benjamin Constant και τους μυθιστοριογράφους του 19ου αιώνα. Ο λιπόψυχος ήρωας είναι γεμάτος ιδέες για να αλλάξει τον κόσμο, είναι όμως αργά για να τις υλοποιήσει, ίσως αύριο... Όλη αυτή η νεφελώδης θεματική απουσιάζει από το τεράστιο σώμα της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας, στην οποία βρίσκουμε τον εσωτερικό διάλογο, τον δισταγμό, την αμφιβολία και τελικά την απόφαση για δράση ή παραίτηση, δεν βρίσκουμε όμως, παρά μόνο τελείως περιθωριακά, την πρόσθετη αυτή στιγμή της ασθενούς βούλησης. Δεν πρόκειται, επομένως, για μη ανακάλυψη της βούλησης από τούς Έλληνες, αλλά για μη ύπαρξη της ασθένειας της βούλησης, των «ασθενειών βούλησης», όπως έλεγαν τα εγχειρίδια Ψυχιατρικής του 19ου αιώνα, και της βούλησης ως ασθένειας.
«Γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου»...
Η χριστιανική ηθική βασίζεται στα εφευρήματα της ένοχης συνείδησης και της ενοχής, που τελικά αναστέλλουν την ελεύθερη βούληση και επομένως την ίδια την ελεύθερη εξέλιξη της ζωής. Η έλλειψη βούλησης εξαγιάζεται στον Χριστιανισμό κατά τον Ευαγγελισμό, όταν άβουλη η Μαριάμ ακούει και δέχεται μοιρολατρικά αυτά που της ανακοινώνει ο Γαβριήλ, ψελλίζοντας: «Ιδού η δούλη Κυρίου· γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου» (Λουκ.1,38).Ως προς την ατομικότητα, δεν νομίζω πως είναι αναγκαίο να επιμείνουμε. Αν και υπάρχει στα έπη ασύλληπτος αριθμός δευτερευόντων προσώπων ελάχιστα εξατομικευμένων ή εξατομικευμένων βάσει καθαρά εξωτερικών γνωρισμάτων, είναι απολύτως σαφές ότι οι μεγάλοι ήρωες, αντιθέτως, αποτελούν πραγματικά πρόσωπα.
Ο Αχιλλέας φυσικά, αλλά και ο Αγαμέμνων, για τον οποίο διαφωνώ με τον φίλο Vidal-Naquet, που βλέπει σε αυτόν αποκλειστικά την έκφραση μιας λειτουργίας. Κατά τη γνώμη μου, ο Αγαμέμνων αποτελεί μία τελείως ξεχωριστή προσωπικότητα, της οποίας η περιγραφή αφήνει μάλιστα να διαφανεί μια πρώτη κριτική του πολιτεύματος της βασιλείας. Διότι, εντέλει, στην Ιλιάδα είναι απλώς ένα τεράστιο παράσιτο. Διατάζει βέβαια, οι διαταγές του όμως διακρίνονται για τη μετριότητά τους. Δεν είναι ούτε γενναίος ούτε ανδρείος (αναφέρονται όμως αριστεία του Αγαμένονα, Iλ, Λ) ούτε επιδέξιος, και όμως πάντοτε αυτός παίρνει το καλύτερο μέρος της λείας! [Βλ. τις κατηγορίες του Αχιλλέα (Ιλ., Α, 149 κ.εξ.), του Διομήδη (Ιλ. Ι, 33-49), του Οδυσσέα (Ιλ. Ξ, 83-102)]. Αλλά ο Αγαμέμνων καθαυτός είναι πράγματι κάποιος, δεν είναι απλώς μια λειτουργία.
Και άλλοι ομηρικοί ήρωες είναι επίσης πραγματικά πρόσωπα: ο Έκτωρ και η Ανδρομάχη είναι φανταστικά πρόσωπα. Η περίπτωση της Ελένης είναι ακόμα πιο αινιγματική και συγκινητική. Νοσταλγεί βέβαια την πατρίδα της, αλλά δεν επιθυμεί και την καταστροφή της Τροίας. Αν και αγαπάει τον Μενέλαο και αντιπαθεί τον Πάρι, δέχεται παρά ταύτα να κάνει έρωτα μαζί του. Σαν να βρισκόμαστε σε μυθιστόρημα τού Choderlos de Laclos, με τη διαφορά ότι εδώ έχουμε επιπλέον την παρουσία της Αφροδίτης (Iλ., Γ, 369-447). Ο Όμηρος έπλασε εδώ μια πολύ σύγχρονη προσωπικότητα, πολύ μυστηριώδη, συνεχώς αμφιταλαντευόμενη και αμφίθυμη, όπως σε όλα τα μεγάλα μυθιστορήματα. Γιατί εγκατέλειψε τον Μενέλαο; Αγαπά πραγματικά τον Πάρι; Στη συνέχεια της ιστορίας, που δεν βρίσκεται όμως στην Ιλιάδα (Οδ., δ, 242-258 και Ευριπίδης, Εκάβη, 239-250), θα βοηθήσει τον Οδυσσέα όταν αυτός εισέλθει στην Τροία...
Σε σχέση με άλλες της ιδίας περιόδου, η αρχαία ελληνική ποίηση έδωσε ασυνήθιστα μεγάλη σημασία στο άτομο. Οι περιγραφές χαρακτήρων (π.χ. στα ομηρικά έπη) γίνονται με έμφαση στη λεπτομέρεια, τόσο ως προς την περιγραφή των εμφανισιακών γνωρισμάτων τους, όσο και των σκέψεων, των συναισθημάτων και των αντιδράσεών τους. Σε έπη άλλων αρχαίων λαών τα πρόσωπα απλώς σκιαγραφούνται και παραμένουν σκιώδη.
Στην αρχαία Ελλάδα η στιγμή της απόφασης προϋποθέτει βέβαια τη βούληση, η βούληση όμως αυτή δεν είναι αυτονομημένη, δεν αποτελεί χωριστή λειτουργία, που θα μπορούσε επομένως να βρίσκεται σε διαρκή απόσταση (σε σχέση με τη σκέψη και την πράξη), όπως συμβαίνει στον χριστιανικό κόσμο (ας αφήσουμε στην άκρη τους Εβραίους). Θα το ήθελα, δυστυχώς όμως δεν μπορώ. Ποιος θέλει πραγματικά; Ποιος ήταν σε θέση να θελήσει μια για πάντα και για όλο τον κόσμο; Μήπως ο θεός ως βούληση; Βούληση όμως ποιου πράγματος; Και ποιο μέρος της βούλησης αυτής καταχωρίζεται στον άνθρωπο;
Συναντάμε εδώ όλες τις απορίες γύρω από την ανθρώπινη ελευθερία βούλησης και τη συμφιλίωσή της με τη θεία θέληση, την παντογνωσία και την παντοδυναμία του Θεού. Στον Χριστιανισμό ο άνθρωπος, εκπεσόν ον, αμαρτωλός, συγκρούεται συνεχώς –όχι με τον θάνατο–, αλλά με τη δική του ανανεούμενη κατάπτωση, με την αδυναμία του να αποδειχθεί άξιος του κανόνα που δίνει νόημα στη ζωή του. Κανόνας που ενσωματώνει άλλωστε, από την ίδια του τη φύση, την κατάπτωση αυτή, διότι πρόκειται για ανεφάρμοστο κανόνα, και κατά συνέπεια ο άνθρωπος παραμένει αναγκαστικά στην αθλιότητά του. Σαν να του ζητούσαν να πετάξει πρώτα σαν πουλί και μετά να αποφασίσει· δεδομένου ότι δεν μπορεί να πετάξει, είναι ένοχος. Έτσι είναι οι μεγάλες μονοθεϊστικές θρησκείες. Ήθελα όμως μόνο να δείξω ότι η βούληση δεν παρουσιάζεται σαν το συγκεκριμένο πρόβλημα στους Έλληνες.
Κορνήλιος Καστοριάδης
Πηγή: www.greatlie.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου