Αυτοπροσωπογραφία |
Νορβηγός ζωγράφος και χαράκτης, πρόδρομος του εξπρεσιονισμού και δη του γερμανικού, με έντονη προσωπική τέχνη. Από μικρός βρήκε μπροστά του το φάσμα της αρρώστιας και το άγχος τού τίποτα. Σε ηλικία πέντε χρόνων χάνει τη μητέρα του και 14 την αδελφή του από φυματίωση. Έμαθε τότε να ζωγραφίζει για να διατηρήσει ζωντανές μέσα τις αναμνήσεις του και τη μνήμη του πόνου, απεικονίζοντας βασανιστικές εικόνες του εσωτερικού του κόσμου αντί για όμορφες και ήρεμες σκηνές της πραγματικότητας. Ταξίδεψε στο Παρίσι και στη Νίκαια και κατόπιν στο Βερολίνο, όπου γνώρισε τον Αύγουστο Στρίντμπεργκ και έγιναν φίλοι, αγγίζοντας μαζί τα υπέρτατα όρια της παραίσθησης και της τρέλας. Στην Έκθεση του Βερολίνου του 1892 αποβλήθηκε από την Εταιρεία Καλλιτεχνών της Έκθεσης λόγω της χρησιμοποίησης μιας «υπερβολικά αισθησιακής τεχνικής». Γρήγορα όμως ο εξπρεσιονισμός του Μουνκ έγινε αποδεκτός και ο ίδιος αναδείχθηκε σε διασημότητα της Ευρώπης.
Ο Μουνκ ενδιαφέρθηκε για την ουσία των πραγμάτων και ήταν πάντα έξω από τους ισχύοντες κανόνες, που τους θεωρούσε ψεύτικους, ευτελείς και πολύ συχνά «χυδαίους».
Ο ζωγράφος κληροδότησε το σπίτι του, τους πίνακές του και τα χαρακτικά του στην πόλη του Όσλο, η οποία ανήγειρε το Μουσείο Μουνκ το 1963.
texnografia
Η άρρωστη κοπέλα (1885-1886)
Σημαδεμένος από την αρρώστια και τον θάνατο, προσπαθεί να τα αποδώσει στους πίνακές του, και αυτό το θέμα επιστρέφει επί σαράντα χρόνια, επαναλαμβάνοντας τη σύνθεση αυτή σε τέσσερεις εκδοχές (1896, 1906, 1907 και 1926).Ο πίνακας αυτός παίζει με τους πρασινογαλάζιους τόνους, με πινελιές που ξεφτίζουν πάνω στο πανί, απεικονίζοντας τον πόνο και την απελπισία της γυναίκας που κλαίει πλάι στο κρεβάτι της κοπέλας της οποίας το προφίλ σχεδιάζεται καθαρό πάνω στο μαξιλάρι.
Στρατιωτική μουσική στην πλατεία (1889)
Εδώ ο Μουνκ διατηρεί τη φωτεινή παλέτα των ιμπρεσιονιστών, ανοίγοντας το φως στον μεγάλο χώρο του δρόμου, αλλά έναν χώρο δυσανάλογο, θλιβερά άδειο (ή απίθανα πλήρη, μόνο σε ορισμένες περιοχές…), ικανό να υποβάλει όχι μια ατμόσφαιρα γιορτής και μουσικής, αλλά μια εικόνα κενού και εξωπραγματικής σιωπής. Ένας χώρος ζωής με όλα τα άγχη και τους φόβους των ανθρώπινων πλασμάτων, που ήδη δείχνει τον προσανατολισμό του ζωγράφου προς μια ζωγραφική εξπρεσιονιστικού τύπου.
Η κραυγή (1893)
Το διασημότερο ίσως έργο του Μουνκ είναι ένα σύμβολο της πνευματικής αγωνίας του ανθρώπου. Προαναγγέλλει την προκλητική βία της γερμανικής εξπρεσιονιστικής ζωγραφικής των αρχών του 20ού αιώνα, και τη συγκλονιστική πραγματικότητα ενός άλλου σύγχρονου συμβόλου, της Γκερνίκα (1937).Παρατηρώντας μάς δίνεται η αίσθηση ότι η ζωγραφική αφορά όχι μόνο την όραση, αλλά και τις άλλες αισθήσεις, και ιδίως την ακοή. Ο θεατής εμπλέκεται και τυλίγεται με τα ακουστικά κύματα που φαίνονται να βγαίνουν από τον πίνακα, για να εισβάλουν στον χώρο που συνεχίζει και πέρα από τη γέφυρα. Χρώμα και ήχος: τα κύματα της κραυγής τρεμοπαίζουν στον αέρα, εξελίσσονται, διπλώνονται κατά μήκος της άκρης του πίνακα και ύστερα εκρήγνυνται πέρα από το πανί…
Εφηβεία (1894)
Η γυναίκα σαν μοιραίο πλάσμα, κατά τον Μουνκ. Στην άκρη του κρεβατιού, με τα χέρια ενωμένα και τους καρπούς στα γόνατα, ο Μουνκ πραγματοποιεί μια ασυνήθιστη μείξη αθωότητας και ενοχής, φορτώνοντας το εφηβικό κορμί με ερωτικά υπονοούμενα αλλά και με μια αίσθηση φόβου, κυρίως πάνω στην απειλητική σκιά που εκτείνεται εντυπωσιακά στον τοίχο, σαν το μαύρο φτερό του θανάτου.
Η επόμενη μέρα (1894)
Μετά τη συνάντηση που αποκαλύπτουν τα μπουκάλια και τα ποτήρια στο τραπέζι αριστερά, σε πρώτο πλάνο, η εκπληκτική εγκατάλειψη της ξαπλωμένης γυναίκας με τα λυμένα μαλλιά. Η θέση απέναντι στη φαντασίωση της θηλυκότητας: ερωμένη και αμαρτωλή. Ο Τουλούζ Λωτρέκ είναι από τους αγαπημένους τους δασκάλους, παίρνοντας από αυτόν, και εντείνοντας με τον δικό του τρόπο, την αναζήτηση μιας ζωγραφικής που είναι ικανή να αποτυπώσει τις ψυχολογικές μορφές μέσα από ένα συνθετικό στυλιζάρισμα.
Κορίτσια στη γέφυρα (1899)
Μεταξύ 1896 και 1898 ο Μουνκ ζει στο Παρίσι, στην πόλη των καλλιτεχνών, που τρέφουν, εκτός των άλλων, έναν απέραντο θαυμασμό για τον Γκωγκέν και τον Ροντέν. Η παρισινή εμπειρία είναι σαν μια ένεση ζωτικότητας που του επιτρέπει να εκτελέσει μια σειρά έργων όπως αυτό. Ένας πίνακας εξαιρετικής μορφικής και χρωματικής σύνθεσης, αλλά και υψηλού λυρισμού, που πέρα από την απλή απεικόνιση του επεισοδίου ο θεατής υποβάλλεται σε βαθιά και συμβολική ερμηνεία του μυστηρίου της ζωής.
Ο χορός της ζωής (1899-1900)
Ο Μουνκ σκεπτόταν το έργο σαν ένα ενιαίο σύνολο, μια ένωση που δεν είναι μόνο θεμάτων και τεχνοτροπίας, αλλά και μουσικής. Κυματιστός ρυθμός, χορευτικός, στον οποίο εγγράφονται οι εικόνες. Εκείνες των ζευγαριών, σε διάφορες στάσεις, και εκείνες οι αντιτιθέμενες των γυναικείων μορφών στο πράσινο φόντο του γρασιδιού. Στο κέντρο ανάβει το κόκκινο της φωτιάς του φορέματος της γυναίκας, που φαίνεται να τυλίγει τον άνδρα με τη μορφή της.
Ο θάνατος του Μαρά (1906)
Το ιστορικό θέμα είναι για τον Μουνκ η αφορμή για να ζωγραφίσει έναν από τους πιο βίαιους πίνακές του, ο οποίος συνδυάζεται καταπληκτικά με τον έντονο χρωματισμό των φωβιστών, στη θέση των σωμάτων και στο εξπρεσιονιστικό άπλωμα των πινελιών. Η γυναικεία μορφή είναι της Τούλα Λάρσεν, ως δαιμονική δύναμη που εξαφανίζει και καταστρέφει τον άνδρα με μια ανήκουστη βία.
Ο ήλιος (1909-1911)
Μετά το 1910 ο Μουνκ εγκαθίσταται μόνιμα στη Νορβηγία. Κατά την περίοδο αυτήν εκφράζεται σε πολυάριθμες τοπιογραφίες με λαμπερά και πλούσια χρώματα, ενώ το πιο μνημειακό του έργο είναι οι τοιχογραφίες που ζωγράφισε για την Αίθουσα Τελετών του Πανεπιστημίου του Όσλο. Θρίαμβος φωτός και χρωμάτων, σε μια άποψη που παραπέμπει στα πυροτεχνήματα. Η ανατολή του ήλιου, η εκτυφλωτική σφαίρα της ενέργειας, ο θρίαμβος του φωτός στο θαλασσινό και βραχώδες τοπίο που αποκτάει μια παγκόσμια διάσταση.
Καλοκαιρινή νύχτα (1884)
Ο θάνατος στο δωμάτιο της άρρωστης (1893)
Κόκκινο και άσπρο (1894)
Μαντόνα
Το φιλί (1897-1898)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου