Για τον πατέρα του διδακτικού έπους είναι ολίγιστα αυτά που γνωρίζουμε, παρότι είναι ο πρώτος Ευρωπαίος ποιητής του οποίου η προσωπικότητα προβάλλεται μέσα από το ίδιο του το έργο. Οι γνώσεις μας περιορίζονται μόνο σε ό,τι ο ίδιος έχει φροντίσει να αφήσει με την ταυτότητά του και τη σφραγίδα του, εγκαινιάζοντας την εποχή του «εγώ» αλλά και εκθέτοντας προσωπικά του θέματα, παραδίδοντας ταυτόχρονα και ένα αδρό περίγραμμα της εποχής του και των προβλημάτων της (Έργα και Ημέραι).
Το έργο του περιλαμβάνει ένα πολύ πλατύ ηθικό περιεχόμενο και ένα πολύ ανθρώπινο συναισθηματικό φορτίο και είναι δίκαιο να του αναγνωριστεί η μεγάλη του συμβολή στον καθορισμό της λυρικής έκφρασης και στη διάνοιξη νέων πνευματικών οριζόντων. Του είμαστε ευγνώμονες για όλον αυτόν τον μυθικό θησαυρό που μας παρέδωσε για τη γενετική εξέλιξη του κόσμου και των θεών και την προσφορά του στην ιστορία του αρχαίου ελληνικού κόσμου.
Η αρχαιότητα μνημόνευε τον Όμηρο και τον Ησίοδο παράλληλα, παρ’ όλα αυτά δεν μας είναι δυνατόν να επιχειρήσουμε εύκολα μια ασφαλή χρονολόγηση. Ο Ηρόδοτος τους τοποθετεί 400 χρόνια πριν από αυτόν και, σύμφωνα με τα λεγόμενά του, αυτοί οι δύο εποίησαν τη θεογονία των Ελλήνων, δίδοντας επωνυμίες στους θεούς. Είναι αναντίρρητα οι διασώστες ολόκληρου του «φιλοσοφικού» μυθικού πλούτου, ο Όμηρος, από τη μία πλευρά, αφήνοντας παρακαταθήκη ένα κατανεμημένο θεολογικό σχήμα, ανθρωπομορφικό, που έχει προαποφασισθεί να ελέγχει και να ρυθμίζει τις ανθρώπινες τύχες και όλο το κοινωνικό γίγνεσθαι, ενώ ο Ησίοδος, από την άλλη, κληροδοτώντας όλο το συγκρότημα των κοσμογονικών και θεογονικών αντιλήψεων, τη γένεση δηλαδή του Σύμπαντος.
Συμπληρωμένη αρκούντως από την εικόνα του παρόντος και πάγιου πια Είναι του κόσμου, μέσα στον οποίο κυριαρχούν τώρα οι πνευματικές και οι ηθικές δυνάμεις. Ωστόσο, ο πνευματικός κόσμος των δύο μεγάλων ποιητών μας έχει να διανύσει μια μεγάλη απόσταση. Και όχι υποχρεωτικά ως αποτέλεσμα χρονικής εξέλιξης αλλά επειδή οι γεωγραφικές και οι κοινωνικές ρίζες τους είναι διαφορετικές. Η αριστοκρατική αντίληψη των αξιών του Ομήρου, που, εν τω μεταξύ, διακρίνουμε μια χαλάρωσή τους στην Οδύσσεια, αλλάζει εντελώς εικόνα σε σχέση με τον κόσμο των μικρών γεωργών, όπως είναι το χωριό της Άσκρας (κοντά στις Θεσπιές) της Βοιωτίας του Ησιόδου, που ο ποιητής διεξάγει σκληρό αγώνα για τον βίο του. Μη θέλοντας ουδόλως να τολμήσουμε κάποια σύγκριση του ποιητικού τους ταλάντου, οι δύο ποιητές μας έχουν την ίδια γλώσσα και διάλεκτο, όπως επίσης μεγάλο μέρος από το λεξιλόγιο, τις στερεότυπες εκφράσεις, το ύφος και τις περιγραφές.
Το έπος αυτό αντιπροσωπεύει την πιο αυθεντική προσπάθεια για συστηματοποίηση της ελληνικής μυθολογίας. Ο Ησίοδος συμπλέκει τον μύθο πλασμένο μέσα από παμπάλαιες μνήμες με την πραγματικότητα, σύμφωνα με αρχέγονα και στερεότυπα μοντέλα, επιστρατεύει τη γνώση του προκειμένου να βρει έναν δρόμο προς την αλήθεια, και πραγματοποιεί το πρώτο βήμα της ελληνικής σκέψης προς μια φιλοσοφική θεώρηση των όντων και μια προσωπική ερμηνεία τους.
Ξεδιπλώνεται μπροστά μας δηλαδή μια αυτοτελής γένεση.
Το έργο του περιλαμβάνει ένα πολύ πλατύ ηθικό περιεχόμενο και ένα πολύ ανθρώπινο συναισθηματικό φορτίο και είναι δίκαιο να του αναγνωριστεί η μεγάλη του συμβολή στον καθορισμό της λυρικής έκφρασης και στη διάνοιξη νέων πνευματικών οριζόντων. Του είμαστε ευγνώμονες για όλον αυτόν τον μυθικό θησαυρό που μας παρέδωσε για τη γενετική εξέλιξη του κόσμου και των θεών και την προσφορά του στην ιστορία του αρχαίου ελληνικού κόσμου.
Η αρχαιότητα μνημόνευε τον Όμηρο και τον Ησίοδο παράλληλα, παρ’ όλα αυτά δεν μας είναι δυνατόν να επιχειρήσουμε εύκολα μια ασφαλή χρονολόγηση. Ο Ηρόδοτος τους τοποθετεί 400 χρόνια πριν από αυτόν και, σύμφωνα με τα λεγόμενά του, αυτοί οι δύο εποίησαν τη θεογονία των Ελλήνων, δίδοντας επωνυμίες στους θεούς. Είναι αναντίρρητα οι διασώστες ολόκληρου του «φιλοσοφικού» μυθικού πλούτου, ο Όμηρος, από τη μία πλευρά, αφήνοντας παρακαταθήκη ένα κατανεμημένο θεολογικό σχήμα, ανθρωπομορφικό, που έχει προαποφασισθεί να ελέγχει και να ρυθμίζει τις ανθρώπινες τύχες και όλο το κοινωνικό γίγνεσθαι, ενώ ο Ησίοδος, από την άλλη, κληροδοτώντας όλο το συγκρότημα των κοσμογονικών και θεογονικών αντιλήψεων, τη γένεση δηλαδή του Σύμπαντος.
Στα γραφήματα περιγράφονται αναλυτικά όλα τα γένη. Πηγή: Άπαντα Αρχαίων Ελλήνων Συγγραφέων, εκδ. Πάπυρος |
Στην Άσκρα λοιπόν ανδρώνεται ο Ησίοδος –με καταγωγή από την Κύμη της αιολικής Μικράς Ασίας–, σε ένα κομμάτι της Κεντρικής Ελλάδας γεμάτο πλούτο από παμπάλαιες παραδόσεις, που θα ασκήσουν μεγάλη επίδραση στην ποίησή του. Το πρώτο μας ερώτημα θα ήταν από πού πηγάζει άραγε η ποίηση αυτή; Η αναζήτηση μας οδηγεί στους πανάρχαιους θρησκευτικούς ύμνους που αποτελούν την προϊστορία της ποίησης στις απαρχές κάθε κύκλου πολιτισμού. Πράγματι, εκεί στον Ελικώνα, κέντρο όπου μεταφυτεύθηκε από την Πιερία η αρχέγονη θρησκευτική ποίηση, οι Μούσες λατρεύονταν και τιμώνταν με εορτές και συν τω χρόνω πλουτιζόταν, όσο πολλαπλασιάζονταν τα ιερά και η λατρεία γινόταν πιο πολύπλοκη και πιο επίσημη. Η Θεογονία αποτελεί συγκρότημα, το οποίο δεν οφείλεται στην έμπνευση ενός ποιητή που προσέθεσε απλώς στοιχεία, αλλά σε συναρμολόγηση παραδόσεων πλήρως διαμορφωμένων ήδη, που αποτυπώνονται αναμφίβολα σε απλούστερη μορφή και βασισμένη σε παλαιότερα βέβαια άσματα. Μια συγκεφαλαίωση, ούτως ειπείν, των βασικών παραδόσεων των παλαιότερων ασμάτων σε μια ενότητα σύνθεσης.
Από πού προέρχεται η γραμμή αυτή της πανάρχαιας παράδοσης; Οι ερευνητές, λίγο απλουστευμένα μερικοί, την ταυτίζουν με χεττιτικές παραλλαγές και παλαιές χουρριτικές (2η χιλιετία π.Χ.), που μεταβιβάσθηκαν μέσω των Φοινίκων ή των Ελλήνων των μικρασιατικών περιοχών. Αλήθεια, μπορούμε αβασάνιστα να καθορίσουμε αυτήν ως αρχή; Πρέπει κανείς να είναι προσεκτικός μπροστά σε κάθε τεχνητή απλούστευση αυτών των προβλημάτων και να δώσει έμφαση στο ότι για τον Ησίοδο πρέπει να ληφθεί υπόψη το πόσο ρόλο διαδραμάτισε το παμπάλαιο παραδοσιακό υλικό που διαφυλάχθηκε σε έναν τόσο κατάλληλο τόπο όπως η Βοιωτία, συνυπολογίζοντας ένα πολύ σημαντικό στοιχείο, την προσωπική συμβολή του ποιητή.
Η Θεογονία αμφισβητήθηκε στο παρελθόν αν είναι έργο του Ησιόδου, ακόμη και οι Βοιωτοί όπως λέγει ο Παυσανίας δεν την αναγνώριζαν ως γνήσιο έργο του, αλλά σήμερα πλέον η πατρότητα δεν επιδέχεται αντιρρήσεις, μολονότι διακρίνουμε σε αυτήν (Τυφωέας, Τάρταρος, Εκάτη) κάποιες μεταγενέστερες προσθήκες (πριν από τα τέλη του 6ου αιώνα π.Χ.), χωρίς βέβαια να αλλοιώνουν την εσωτερική ενότητα του ποιήματος.
Η όλη πορεία στην αφήγηση της Θεογονίας καθορίζεται από μια κεντρική ιδέα – Η μορφή του Δία δίνει το στίγμα μιας νέας εποχής και η νίκη του στερεώνει την επικρατούσα στον κόσμο αρμονική τάξη και την υποταγή σε αυτήν την υπέρτατη θεότητα των δυνάμεων του κακού και του σκότους.
Το ποίημα αποτελείται από 1.022 στίχους και διαρθρώνεται στα εξής μέρη: Προοίμιο - Επίκληση στις Μούσες, 1-115. Κοσμογονία - Γένεση Ουρανού και Γης, 116-153. Τιτάνες - Βασιλεία του Κρόνου, 154-453. Απόγονοι Ρέας και Κρόνου - Εκθρόνιση Κρόνου από τον Δία (κυρίως Θεογονία), 453-506. Προμηθέας και Πανδώρα, 507-616. Θρίαμβος του Δία κατά των Τιτάνων και του Τυφωέα (Τιτανομαχία), 617-880. Ενώσεις του Διός - Απόγονοί του, 881-955. Απόγονοι του Ήλιου - Ήρωες γεννημένοι από θεές, 955-1022.
Στο προοίμιο ο Ησίοδος ξεκινά διηγούμενος το πιο σημαντικό βίωμα της ζωής του. Καθώς έβοσκε, περιγράφει, κάποτε τα πρόβατα στον Ελικώνα τον πλησίασαν οι Μούσες χορεύοντας, σκεπασμένες με πυκνή ομίχλη, κι αυτός, εφοδιασμένος με κλαδί δάφνης, κατάλαβε ότι τον καλούσαν να άδει τα μελλούμενα και τα περασμένα. Επικαλείται τη θεία φώτιση από τις Μούσες, τις θυγατέρες του Δία και της Μνημοσύνης, να του πουν από την αρχή τη σειρά των γεγονότων: «εξ’ αρχής, και είπαθ’ ό τι πρώτον γένετ, αυτών».
Πρώτα λοιπόν εγένετο το Χάος (όχι με την έννοια της αταξίας και της σύγχυσης που έλαβε η λέξη αργότερα), η άβυσσος με άλλα λόγια, πριν από τη «μεγάλη έκρηξη» και τη δημιουργία του Σύμπαντος. Κατόπιν η ευρύστερνος Γαία , τα ζοφερά τα Τάρταρα, και ο κάλλιστος των θεών Έρως.
Από εδώ και έπειτα αρχίζει η σειρά των γεννήσεων και των ενώσεων. Από το Χάος γεννώνται το Έρεβος (σκοτάδι) και η Νύχτα. Το σμίξιμο των δύο γεννά τα αντίθετά τους, τον Αιθέρα και την Ημέρα. Η Γη γεννά με τη σειρά της τον Ουρανό τον αστερόεντα, τα Όρη και τον Πόντο (το πολυτάραχο πέλαγος). Η ακολουθία των γεννήσεων γίνεται σιγά σιγά πυκνότερη. Οι απόγονοι απλώνονται –εκτός του Έρωτος που δεν έχει απογόνους– και η κοσμογονική ιδέα περνάει σε δεύτερο πλάνο. Προχωράμε πλέον στην ερμηνεία του Όντος, σε μια περιγραφή των πραγμάτων και των δυνάμεων αυτού του κόσμου, με βάση της ταξινόμησης, πάντως, το γενεαλογικό σχήμα. Από την ένωση του Ουρανού και της Γαίας προέρχονται οι Τιτάνες, ανάμεσά τους ο Κρόνος, με όλα τα φρικτά τέρατα που ακολούθησαν. Παράλληλα, δημιουργούνται όντα που αποτελούν προσωποποιήσεις στοιχείων του Σύμπαντος [Ήλιος, Σελήνη, Ηώς (Αυγή), Άνεμοι] ή δυνάμεις που κυριαρχούν στη ζωή (Θέμις, Μνημοσύνη, Ζήλος, Νίκη, Κράτος=δύναμη). Με τον Κρόνο και τους Τιτάνες αρχίζει ο κυρίως μύθος. Η αλλαγή της κυριαρχίας γίνεται με τη βία. Ο Κρόνος ευνουχίζει τον πατέρα του Ουρανό και καρπούται την εξουσία αλλά στη συνέχεια τον εξουδετερώνει ο Δίας με τη βοήθεια των Ολύμπιων θεών. Η Τιτανομαχία πρέπει να θεωρηθεί το αποκορύφωμα του ποιήματος, όπου προβάλλεται αναμφισβήτητα ελληνικότατη η μεγαλόπρεπη εικόνα του Δία, με τα χαρακτηριστικά της ηθικής δύναμης και της πνευματικής νηφαλιότητας ώστε ο θεός καθίσταται ο αγαθοποιός κυβερνήτης της ανθρωπότητας.
Βιβλιογραφία
Στο επόμενο μέρος (στ. 507-880) περιλαμβάνεται η στερέωση της κυριαρχίας του Δία. Ο θεός τιμωρεί τον Προμηθέα (ένας υπέροχος μύθος), επειδή θέλησε να τον εξαπατήσει. Έπειτα από 10 (!) χρόνια αγώνα νικάει τους Τιτάνες, τους ρίχνει στα Τάρταρα και εξουδετερώνει το τέρας Τυφωέα.
Στο τέλος (στ.881-1021), οι Ολύμπιοι θεοί ανακηρύσσουν τον Δία βασιλέα και μοιράζονται τα θεϊκά αξιώματα. Από τους γάμους του Δία γεννιούνται νέοι θεοί και από αυτούς άλλοι που σε ενώσεις με θνητούς δημιουργούν το ηρωικό γένος.
Όλες τις θεωρίες εξηγήσεων και απόπειρας νοημάτων όσων αφορά όλους αυτούς τους κοσμογονικούς συμβολισμούς τις θεωρούμε τουλάχιστον επιπόλαιες. Είναι ό,τι πιο δύσκολο να διεισδύσεις σε αυτές τις ατραπούς και να μιλήσεις με βεβαιότητα για αυτά τα αρχέγονα και στερεότυπα μοντέλα που σίγουρα υποκρύπτουν μια συμβολική γλώσσα, που η ουσία τους μας είναι άγνωστη και αδυνατούμε να την αιτιολογήσουμε.
Παρατηρεί κανείς μεγάλο βαθμό ασάφειας και αμυδρότητας, που υποπτεύεσαι ότι πηγάζει από τα αρχαία χρόνια της γνώσης, την οποία κατείχε τότε το ιερατείο, ως κύριος θεματοφύλακας και που εύλογα περιεκάλυπτε με μυστικιστική ασάφεια. Πίσω από αυτά οσμίζεσαι μια παράδοση που χάνεται στο βάθος του χρόνου, ενώ εδώ φαίνεται να έχει απλοποιηθεί για την κοινή συνείδηση.
Οι εικασίες πολλές, ωστόσο γιατί δεν είναι ο Ησίοδος μια απαρχή της ελληνικής φιλοσοφίας; Μη λησμονούμε και κάτι πασιφανές: ότι όλος αυτός ο μυθικός πλούτος της δημιουργίας των θεών είναι πολύ γνωστός και από τον έτερο γιγάντιο ποιητή, της Ιλιάδας και της Οδύσσειας, τον Όμηρο. Χαιρόμαστε που ακόμη και ο Λέσκυ είναι κατηγορηματικός ότι ο ρόλος των τυπικών στοιχείων που εμπεριέχει η ποίηση του Ησιόδου αποκλείεται να είναι προφορική. Επιπλέον, να τονισθεί ότι δεν περιποιεί τιμή για εμάς τους Έλληνες η άγνοια αυτής της ελληνικής κοσμογονίας και θεογονίας, έχοντας αντιθέτως γαλουχηθεί με μια μυθοπλασία παντελώς ξένη με τον πολιτισμό μας.
Παρατηρεί κανείς μεγάλο βαθμό ασάφειας και αμυδρότητας, που υποπτεύεσαι ότι πηγάζει από τα αρχαία χρόνια της γνώσης, την οποία κατείχε τότε το ιερατείο, ως κύριος θεματοφύλακας και που εύλογα περιεκάλυπτε με μυστικιστική ασάφεια. Πίσω από αυτά οσμίζεσαι μια παράδοση που χάνεται στο βάθος του χρόνου, ενώ εδώ φαίνεται να έχει απλοποιηθεί για την κοινή συνείδηση.
Οι εικασίες πολλές, ωστόσο γιατί δεν είναι ο Ησίοδος μια απαρχή της ελληνικής φιλοσοφίας; Μη λησμονούμε και κάτι πασιφανές: ότι όλος αυτός ο μυθικός πλούτος της δημιουργίας των θεών είναι πολύ γνωστός και από τον έτερο γιγάντιο ποιητή, της Ιλιάδας και της Οδύσσειας, τον Όμηρο. Χαιρόμαστε που ακόμη και ο Λέσκυ είναι κατηγορηματικός ότι ο ρόλος των τυπικών στοιχείων που εμπεριέχει η ποίηση του Ησιόδου αποκλείεται να είναι προφορική. Επιπλέον, να τονισθεί ότι δεν περιποιεί τιμή για εμάς τους Έλληνες η άγνοια αυτής της ελληνικής κοσμογονίας και θεογονίας, έχοντας αντιθέτως γαλουχηθεί με μια μυθοπλασία παντελώς ξένη με τον πολιτισμό μας.
Μαρίνα Αθ. Μαραγκού
Βιβλιογραφία
Άπαντα αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων – Ησιόδου Σαπφούς Άπαντα, ΠΑΠΥΡΟΣ
Γράμματα 1, Αρχαϊκή και Κλασική Περίοδος, τόμ. 1, ΕΑΠ 2001.
Άλβιν Λέσκυ, Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας, Αφοί Κυριακίδη, 2008.
Ελλάς, ΠΑΠΥΡΟΣ, τόμ. 1.
ΠΛΜ, εγκυκλοπαίδεια
Γράμματα 1, Αρχαϊκή και Κλασική Περίοδος, τόμ. 1, ΕΑΠ 2001.
Άλβιν Λέσκυ, Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας, Αφοί Κυριακίδη, 2008.
Ελλάς, ΠΑΠΥΡΟΣ, τόμ. 1.
ΠΛΜ, εγκυκλοπαίδεια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου