Η ελληνική φιλοσοφία γεννήθηκε στις δύο άκρες του ελληνικού κόσμου, στην αρχαία Ιωνία και στη Νότια Ιταλία και Σικελία με τους Προσωκρατικούς φιλοσόφους, αυτούς που προηγήθηκαν του Σωκράτη – αν και μερικοί από αυτούς ήταν σύγχρονοί του. Σε αυτές τις σκέψεις τους υπήρξε αντίδραση η οποία έμελλε να οδηγήσει στη βασική διαμάχη μεταξύ του μονισμού ή ενισμού (ο κόσμος αποτελείται από μία ενιαία και αναλλοίωτη ουσία) και του πλουραλισμού ή της πολυαρχίας (περισσότερες από μία αρχές ή αρχέγονες ουσίες).
Ο πρώτος που αντέδρασε ήταν ο Ηράκλειτος ο Εφέσιος που έζησε στην πόλη αυτήν της οποίας οικιστής ήταν ο ο πατέρας του, και υπήρξε αυτοδίδακτος («εδιζησάμην εμεωυτόν» απόσπ. 101»). Παραδίδεται ότι έγραψε βιβλίο με τον τίτλο Περί φύσιος που διαιρείται σε τρία μέρη: για το Σύμπαν, για την πολιτική και για τη θεολογία. Το αποφθεγματικό και υπαινικτικό ύφος των σωζόμενων αποσπασμάτων του, δυσνόητο και για μας σήμερα, συνετέλεσε στο να αποκληθεί στην αρχαιότητα «σκοτεινός».
Ο Εφέσιος φιλόσοφος αρνήθηκε να ακολουθήσει την κοσμογονική προσέγγιση των άλλων φιλοσόφων (Θαλής, Αναξίμανδρος, Αναξιμένης, Πυθαγόρας), πιστεύοντας ότι είναι μάταιο να αναζητεί κανείς κάτι το σταθερό και ενιαίο πέρα από τον ορατό κόσμο. Έτσι, υποστήριξε ότι η μόνη πραγματικότητα είναι αυτή που βλέπουμε γύρω μας.
Κυρίαρχος πόλος της φιλοσοφίας του είναι πρώτα η θεωρία του για τον λόγον, τον οποίο ίσως πρέπει να ερμηνεύσουμε ως ενοποιητική αρχή ή συμμετρική διάταξη των πραγμάτων, ενώ η σοφία συνίσταται στην κατανόηση του λόγου, την απόλυτη όμως κατέχει ο θεός μόνο. Φαίνεται ότι θεωρούσε τον «θεό» κάτι που κατά κάποιον τρόπο ενυπάρχει στα πράγματα ή το συνολικό άθροισμα των πραγμάτων.
Δεύτερος πόλος της φιλοσοφίας του η θεωρία του για τη φωτιά ( πυρ αείζωον), την αρχετυπική μορφή της ύλης, το κατ’ εξοχήν συστατικό στοιχείο αλλά και ο κεντρικός κόμβος των κοσμολογικών διεργασιών.
Η Βιβλιοθήκη του Κέλσου στην αρχαία Έφεσο |
α) ο κόσμος και τα όντα του βρίσκονται σε διαρκή κίνηση και μεταβολή ή μετάσταση από τη μια κατάσταση στην άλλη (τα πάντα ρει και ουδέν μένει),
β) ο κόσμος γεννιέται κάθε στιγμή μέσα από τη συνεχή πάλη των αντιθέτων (γέννηση, θάνατος), για να υπάρχει γενική ισορροπία πρέπει δηλαδή η αλλαγή προς τη μια κατεύθυνση να συνοδεύεται από μια αλλαγή προς την άλλη, ώστε να βρίσκεται ο κόσμος σε έναν αέναο ανταγωνισμό (πόλεμος - έρις) των αντιθέτων «πόλεμος μεν πατήρ έστι, πάντων δε βασιλεύς».
Τοιουτοτρόπως, ο Ηράκλειτος αντιπαρέθεσε την έννοια του αέναου γίγνεσθαι σε αυτήν του είναι των προηγούμενων Προσωκρατικών, εισάγοντας στην ελληνική φιλοσοφία, αλλά και σε όλη τη μετέπειτα επιστήμη, τη δυναμική αντίληψη του κόσμου και το πρόβλημα της κίνησης.
Συγχρόνως έθεσε το πρώτο γνωσιολογικό πρόβλημα της φιλοσοφίας, σύμφωνα με το οποίο, αν ο κόσμος βρίσκεται σε μια συνεχώς ρευστή κατάσταση, δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο ορθής γνώσης.
Ο «σκοτεινός» φιλόσοφος κατέκρινε τις ιεροπραξίες της παραδοσιακής θρησκείας. Άφησε επίσης ηθικές και πολιτικές υποθήκες: την ανάγκη για αυτογνωσία (θυμόμαστε το γνώθι σαυτόν που αναγραφόταν στο Μαντείο των Δελφών), για τον κοινό νου, για μετριοπάθεια, για σεβασμό του νόμου. Τόνισε ακόμη ότι η μοίρα του ανθρώπου καθορίζεται από τον ίδιο, καθιστώντας έτσι τον άνθρωπο υπεύθυνο για τις πράξεις του.
Πηγές:
Σημαντικοί σταθμοί του ελληνικού πολιτισμού, ΕΑΠ, 2000
Συνοδευτικά κείμενα «Γράμματα 1: Αρχαία ελληνική και βυζαντινή φιλολογία», Πάτρα 2009.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου