Κυριακή 8 Ιανουαρίου 2012

Κώστας Ταχτσής - Το τρίτο στεφάνι

(Θεσσαλονίκη 1927 - Αθήνα 1988). Με το μοναδικό του μυθιστόρημα έκανε γκελ στις ψυχές των μικροαστών, ακριβώς όπως ο ίδιος o Kώστας Ταχτσής «έκανε γκελ στην άβυσσο», κατά τη διεισδυτική παρατήρηση του Γιάννη Τσαρούχη. Σαράντα επτά χρόνια μετά την κυκλοφορία του, «Το τρίτο στεφάνι» του Κώστα Ταχτσή εξακολουθεί να διαβάζεται, να συζητιέται, να γοητεύει, να εμπνέει, να προκαλεί. Αρχικά απορρίφθηκε από τους εκδότες, κυκλοφόρησε σε αυτοέκδοση το 1962, και άρχισε να γίνεται γνωστό μετά το 1970, όταν βρήκε στέγη στην εγκυρότητα των εκδόσεων «Ερμής». […]
Η ζωή του Κώστα Ταχτσή  θα μπορούσε από μόνη της να είναι ένα γοητευτικό μυθιστόρημα. Ο Ταχτσής χαρακτηρίστηκε ατίθασος, προκλητικός, εστέτ, γοητευτικός, ριψοκίνδυνος. Από τα παιδικά του χρόνια στη Θεσσαλονίκη, μέχρι την ειδεχθή δολοφονία του στο σπίτι του Κολωνού, τον Αύγουστο του 1988, έζησε σε σαλόνια και σε καταγώγια, έκανε δεκάδες επαγγέλματα, συναναστράφηκε με καλλιτέχνες, διανοούμενους και ανθρώπους του περιθωρίου. Λέει ο ποιητής Νάνος Βαλαωρίτης: «Η ζωή του Ταχτσή ήταν μια τέτοια αγωνιώδης αναζήτηση, έμμονη, φανατική, επίμονη, της πιο επαίσχυντης αλήθειας, ώστε να βγει απ’ αυτήν το λουλούδι της μοναδικής γραφής. [...] Και παρ’ όλο που ήταν με κάποιον τρόπο αριστοφανικός, δεν ήταν ποτέ παρωδικός. Παρωδία ήταν η ζωή του», Ηταν «αλήτης και κύριος», κατά την εύστοχη παρατήρηση του συγγραφέα Βαγγέλη Ραπτόπουλου.

Ο Κώστας Ταχτσής γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1927 και ο πατέρας του καταγόταν από την Ανατολική Ρωμυλία. Οι γονείς του χώρισαν όταν ο συγγραφέας ήταν επτά ετών και εκείνος μεγάλωσε με τη γιαγιά του στην Αθήνα, που αργότερα έγινε μεγάλη συζήτηση ότι από εκείνη δανείστηκε την περσόνα της Εκάβης. «Μεγάλωσα στην Αθήνα με μια βασανισμένη, μισότρελη γιαγιά, που διαμόρφωσε καθοριστικά τον ψυχισμό μου», έλεγε αργότερα σε συνεντεύξεις του.

Γράφτηκε στη Νομική Σχολή, αλλά δεν ολοκλήρωσε τις σπουδές του. Το 1947 κατατάχτηκε στον στρατό και έφτασε στον βαθμό του ανθυπολοχαγού. Κατόπιν εργάστηκε ως γραμματέας του Αμερικανού επόπτη στο υδροηλεκτρικό εργοστάσιο του Λούρου. Στο διάστημα 1954 - 1956 ασχολήθηκε με τα μαθήματα αγγλικών και μετά άφησε την Ελλάδα μέχρι το 1964. Οσα χρόνια έζησε στο εξωτερικό έκανε διάφορα επαγγέλματα: ναυτικός, βοηθός σκηνοθέτη, μάνατζερ, πωλητής σε εμπορικό και σιδηροδρομικός υπάλληλος. Ηδη είχε εμφανιστεί στα γράμματα από το 1951 με την ποιητική συλλογή «Ποιήματα». Ακολούθησαν άλλες τέσσερις συλλογές με γνωστότερες τη «Συμφωνία του Μπραζίλιαν» (1954) και το «Καφενείο το Βυζάντιο» (1956). Αυτή την περίοδο γνωρίζεται και κάνει παρέα με τους Οδυσσέα Ελύτη, Νίκο Γκάτσο, Ανδρέα Εμπειρίκο και Γιάννη Τσαρούχη. Με τον τελευταίο υπήρχε μια πολύχρονη σχέση αγάπης και μίσους. «Ε, η γενιά μου έμαθε απ’ αυτόν, περασμένα μέσα από το φίλτρο της ιδιοσυγκρασίας και της ιδιοφυϊας του, όσα δεν προλάβαμε, λόγω ηλικίας, να μάθουμε από πρώτο χέρι», θα πει αργότερα ο Ταχτσής.
Ιδιόχειρο σχόλιο του συγγραφέα για την Εκάβη
από «Το τρίτο στεφάνι»
Οσο ήταν στο εξωτερικό γράφει «Το τρίτο στεφάνι», που όμως δεν θα βρει εκδότη και θα αναγκαστεί να το εκδώσει με δικά του χρήματα. Ο ίδιος ο Ταχτσής έχει πει σε συνεντεύξεις του ότι λίγο πριν από τη δικτατορία το είχε ζητήσει ο Μίμης Δεσποτίδης για να το εκδώσει στο «Θεμέλιο». Το αντίτυπο κατασχέθηκε μαζί με τα υπόλοιπα, από τη δικτατορία. Πριν από τη δικτατορία εντάσσεται στην παρέα του υπερρεαλιστικού περιοδικού «Πάλι» με τον Νάνο Βαλαωρίτη, τον Αλέξη Ακριθάκη, τον Γιώργο Μακρή κ.ά. Το ίδιο διάστημα εργάζεται ως διερμηνέας και κάνει τις μεταφράσεις του. Στη διάρκεια της χούντας υπογράφει τη «Δήλωση των 18» και διώκεται. Το 1972 κυκλοφόρησαν «Τα ρέστα» και το 1979 μια συλλογή αυτοβιογραφικών κειμένων «Η γιαγιά μου η Αθήνα». Υπερασπίστηκε δημόσια τα δικαιώματα των ομοφυλοφίλων, όντας ο ίδιος ομοφυλόφιλος και τραβεστί. Τον βρήκε νεκρό στο σπίτι του στον Κολωνό η αδελφή του στις 27 Αυγούστου 1988. Είχε στραγγαλιστεί. Η δολοφονία δεν εξιχνιάστηκε ποτέ.
Εφημ. «Καθημερινή» 3/5/2009 - Της Όλγας Σέλλα

Το τρίτο στεφάνι (Η αρχή του Κεφαλαίου 1)

Δε μπορώ, όχι, δε μπορώ να την υποφέρω πια!… Τι πληγή είν’ αυτή που μούστειλες θε μου; Τι αμαρτίες έχω κάνει για να με τιμωρείς τόσο σκληρά; Ως πότε θα την έχω στην καμπούρα μου; Ως πότε θάμαι υποχρεωμένη να την ανέχομαι να βλέπω τη μούρη της, ν’ ακούω τη φωνή της, ως πότε; Δε θα βρεθεί επιτέλους κανένας στραβός χριστιανός να την πάρει, ν’ απαλλαγώ απ’ αυτό το έκτρωμα της φύσεως που μ’ άφησε ο πατέρας της για να μ’ εκδικηθεί – που χαΐρι και προκοπή να μη δουν εκείνοι που δε μ’ άφησαν να κάνω την έκτρωση!…
Μα γιατί τους βλαστημάω; Δε ζούνε πια. Ούτε φταίν’ εκείνοι. Φταίω εγώ που τους άκουσα. Σε τέτοια ζητήματα πρέπει ν’ ακούει κανείς μόνο τον εαυτό του, κανέναν άλλον!… Όσο ήταν μικρή, παρηγοριόμουνα με την σκέψη πως, μεγαλώνοντας θ’ άλλαζε. «Θ’  αλλάξει!» έλεγα. «Θα στρώσει. Στο κάτω της γραφής, αργά ή γρήγορα, μια μέρα θα παντρευτεί. Θα τη φορτωθεί άλλος στην καμπούρα του». Μα δε βαριέσαι! Άδικα ήλπιζα. Όπως πάν’  τα πράματα, μου φαίνεται πως θα μείνει γεροντοκόρη. Και πώς να μη μείνει γεροντοκόρη τέτοια που είναι; Αχ, ας όψεται εκείνο το τέρας, η Ερασμία, που την κατέστρεψε με τις κατηχήσεις της. Ποιος άντρας θα γυρίσει, σας παρακαλώ, να την κοιτάξει ερωτικά έτσι που ντύνεται, έτσι που φέρεται, έτσι που μιλάει; Ποιος σοβαρός άνθρωπος θα δεχτεί να την κάνει μητέρα των παιδιών του μ’ αυτές τις γελοίες ιδέες που έχει, με τις νευρώσεις που έχει, με το έκζεμα που το ξύνει συνεχώς και δεν τ’ αφήνει να κλείσει; Θα μείνει δυστυχώς στο ράφι, και δεν ξέρω η έρμη ποια απ’ τις δυο μας να λυπηθώ περισσότερο: Τον εαυτό μου ή εκείνην; Γιατί, ό,τι κι αν λέω, κακά τα ψέματα. Μάνα της είμαι και την πονάω.
Μα πονάω και τον εαυτό μου. Κάθε φορά που με συγχύζει, με τρελαίνει ο πόνος του έλκους. «Αφού σ’ έκαν’ ο θεός άσκημη», της λέω, «ντύσου τουλάχιστον λιγάκι πιο φανταχτερά, μπας και ξεγελάσεις κανέναν!» Μα δυστυχώς δε μούμοιασε ούτε σ’ αυτό. Δε θέλω να πω πως είμ’ όμορφη. Μα έχω αέρα. Ήξερα πάντα να ντύνομαι. Στην ηλικία της έπιανα πουλιά στον αέρα. Περνούσα και γύριζαν τα κεφάλια των ανδρών, όπως γυρίζουν τα ηλιοτρόπια στον ήλιο. Δεν ήμουνα σαν κι αυτό το σαμιαμίδι! Ήθελα νάξερα σε ποιον διάβολο έμοιασε. Σε μένα δεν έμοιασε, στη γιαγιά της δεν έμοιασε, στον παππού της καθόλου, στον πατέρα της ακόμα λιγότερο. Μπορεί νάταν παλιάνθρωπος, μπορεί νάταν αυτό που ήταν, αλλ’ ήταν άνθρωπος του κόσμου. Ήταν όμορφος – πιο όμορφος απ’ ό,τι έπρεπε…
Όχι, δεν είμαι όμορφη! Μα ξέρω να ζήσω. Ποια γυναίκα στην ηλικία μου θα βαστιόταν τόσο καλά, όσο βαστιέμαι εγώ; Όλες μου οι φίλες κι όλες μου οι συμμαθήτριες απ’ τ’ Αρσάκειο έχουν γεράσει. Τις βλέπω στο δρόμο και τρομάζω. Είναι κιόλας γιαγιάδες!… Όχι επειδή έχουν εγγόνια – η Ιουλία δεν έχει εγγόνια – αλλ’ επειδή παραμέλησαν τον εαυτό τους. Αφέθηκαν και γέρασαν. Το σώμα δε γερνάει, αν δε γεράσει πρώτα η καρδιά. «Ας κάνουν οι κόρες μου λούσα!» σου λέει. «Ας πάνε τα παιδιά μου στους χορούς και στις διασκεδάσεις! Εγώ τάφαγα πια τα ψωμιά μου!» Μα το λένε, γιατί έχουν παιδιά που αξίζουν κάθε θυσία. Δεν έχουν τη Μαρία! Δεν ξέρουν τι θα πει νάχεις κόρη τη Μαρία, και γι’ αυτό δεν τις αδικώ που με μέμφονται ότι ξαναπαντρεύτηκα, αντί να κοιτάξω να την παντρέψω. [...]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...