(Πράγα 1883 - Κίρλινγκ 1924 ).
Τσεχοεβραίος συγγραφέας που έγραψε στη γερμανική γλώσσα. Ένας από τους σημαντικότερους λογοτέχνες του 20ού αιώνα. Διήγαγε στην Πράγα μετριότατη ζωή δημοσίου υπαλλήλου και δέχτηκε χωρίς μεγάλο ενθουσιασμό να δημοσιευθούν μερικά έργα του όσο ζούσε. Την εποχή του θανάτου του –πέθανε από φυματίωση σε σανατόριο– ο Κάφκα ήταν αναγνωρισμένος μόνο από μια μικρή λογοτεχνική συντροφιά. Το όνομα και το έργο του δεν θα είχαν επιζήσει αν ο φίλος του Μαξ Μπροντ είχε ακολουθήσει τη διαθήκη του, στην οποία ζητούσε να καταστρέψει όλα τα αδημοσίευτα χειρόγραφα και να μην επανεκδώσει όσα είχαν ήδη τυπωθεί.
Στα έργα του εκφράζεται η απελπισία του ανθρώπου μπροστά στον παραλογισμό του κόσμου και η αντίθεση μεταξύ της πραγματικότητας και του ονείρου. Μοντερνιστής, με μια ιδιαίτερη προσωπική έκφραση, το έργο του δεν μπορεί να καταταγεί κάπου συγκεκριμένα, στον εξπρεσιονισμό ή στον υπερρεαλισμό.
Το πρόσωπο του πατέρα του Κάφκα δεσπόζει στο έργο του και στη ζωή του ως απαγορευτική μορφή που τον είχε διαποτίσει με ένα αίσθημα ανικανότητας, νιώθοντας ότι του είχε τσακίσει τη θέληση. Η σύγκρουση με τον πατέρα ανακλάται στο διήγημά του Η κρίση και προβάλλεται σε μεγαλύτερη κλίμακα στα μυθιστορήματά του, όπου με έναν λόγο διάφανο και παραπλανητικά απλό, σκιαγραφείται ένας κεντρικός ήρωας ο Κ., ο οποίος αγωνίζεται απεγνωσμένα εναντίον μιας συντριπτικά ισχυρής δύναμης που είτε καταδιώκει το θύμα, όπως συμβαίνει στη Δίκη, είτε το θύμα της την αναζητεί παντού προκαλώντας την μάταια να την αποδεχθεί, όπως συμβαίνει στον Πύργο. Αλλά οι ρίζες της αγωνίας και της απόγνωσης στον Κάφκα πηγαίνουν βαθύτερα από τη σχέση με τον πατέρα του και την οικογένειά του, με την οποία διάλεξε να ζήσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του ως ενήλικος, και μάλιστα ανταποκρινόμενος στις προσδοκίες τους αφού τον θεωρούσαν καλό και υπάκουο παιδί. Η πηγή της απόγνωσης στον Κάφκα βρίσκεται σε μια αίσθηση έσχατης απομόνωσης, πέρα από κάθε πραγματική επικοινωνία με όλα τα ανθρώπινα όντα, καθώς και με τον θεό ή, όπως έλεγε, με το αληθινό, άφθαρτο Ον.
Στη μετέπειτα ζωή του συνέχισε να απορρίπτει τον καπιταλισμό ως «κατάσταση του κόσμου και του πνεύματος», απορρίπτοντας μάλιστα και τον κόσμο των αισθήσεων γενικά, ως μια αμαρτωλή απόκλιση από το όντως Ον. Άλλα σημαντικά έργα του, από μυθιστορήματα: Αμερική, από διηγήματα: Περισυλλογή, Η κρίση, Η μεταμόρφωση, Στην αποικία των τιμωρημένων κ.ά.
Η δίκη
Η υπόθεση:
Ο Κ. ένα πρωί ξυπνώντας συλλαμβάνεται χωρίς να του απαγγελθούν κατηγορίες. Του ανακοινώνουν ότι θα δικαστεί χωρίς όμως να διευκρινίζεται ο χρόνος. Χωρίς να γνωρίζει τις κατηγορίες θα προσπαθήσει να αποδείξει την αθωότητα του, μπλέκοντας στους δαιδαλώδεις λαβύρινθους του δικαστηρίου και στα γρανάζια ενός απρόσωπου κρατικού μηχανισμού και διαπιστώνοντας σιγά σιγά ότι όλος ο κόσμος είναι μια προέκταση αυτού. Η αγωνία για το άγνωστο, ο φόβος, ο παραλογισμός, το άγχος, οι λαβύρινθοι της γραφειοκρατίας, και το αίσθημα ενοχής και ανάγκης συμβιβασμού, είναι μόνο μερικά από τα συναισθήματα στα οποία υποβάλλεται ο ήρωας.
Ένα μικρό απόσπασμα
«Μπροστά στο νόμο στέκει ένας θυρωρός, σ' αυτό το θυρωρό έρχεται ένας χωρικός και ζητά να μπει μέσα. Μα ο θυρωρός λέει πως δεν μπορεί να τον αφήσει τώρα να μπει. Ο άνθρωπος συλλογιέται και ύστερα ρωτά μήπως θα μπορούσε να μπει αργότερα.
“Ίσως”, λέει ο θυρωρός, “τώρα όμως όχι”. Η πόρτα είναι ανοιχτή όπως πάντα και καθώς παραμερίζει ο θυρωρός, σκύβει ο άνθρωπος, για να κοιτάξει μέσα από την πόρτα. Μόλις το αντιλήφθηκε αυτό ο θυρωρός, γελά και λέει: “Αν το τραβά η όρεξή σου, δοκίμασε να μπεις, μ' όλο που σου το απαγόρεψα. Πρόσεξε όμως: είμαι δυνατός. Και δεν είμαι παρά ο πιο κάτω απ' όλους τους θυρωρούς. Από αίθουσα σ' αίθουσα είναι κι άλλοι θυρωροί, ο ένας πιο δυνατός από τον άλλο. Τη θέα του τρίτου μόλις, ούτ' εγώ μπορώ να την αντέξω”. Τέτοιες δυσκολίες δεν τις περίμενε ο χωρικός. Ο νόμος ωστόσο πρέπει να 'ναι στον καθένα και πάντα προσιτός, σκέπτεται, και καθώς τώρα κοιτάζει προσεχτικά το θυρωρό, τυλιγμένο στο γούνινο πανωφόρι του, τη μεγάλη σουβλερή του μύτη, τη μακριά, αραιή, μαύρη, τατάρικη γενειάδα, αποφασίζει να περιμένει καλύτερα ίσαμε να πάρει την άδεια να μπει. Ο θυρωρός του δίνει ένα σκαμνί και τον αφήνει να καθίσει πλάι στην πόρτα. Εκεί δα κάθεται μέρες και χρόνια. Κάνει πολλές προσπάθειες να του επιτρέψουν να μπει, και κουράζει το θυρωρό με τα παρακάλια του. Ο θυρωρός τού κάνει συχνά μικρορωτήματα, σαν αυτά που κάνουν οι μεγάλοι κύριοι, και στο τέλος του λέει ολοένα πως δεν μπορεί ακόμα να τον αφήσει να μπει. Ο άνθρωπος, που ήταν καλά εφοδιασμένος για το ταξίδι του, ξόδεψε όλα, ακόμη κι ό,τι πολύτιμο είχε, σε δωροδοκίες για το θυρωρό. Εκείνος τα δέχεται όλα και ύστερα λέει: “Τα δέχομαι μόνο και μόνο για να μη νομίσεις πως παράλειψες τίποτα”. Όλα αυτά τα πολλά χρόνια ο άνθρωπος παρατηρεί το θυρωρό σχεδόν αδιάκοπα. Αποξεχνά τους άλλους θυρωρούς, κι αυτός ο πρώτος τού φαίνεται το μοναδικό εμπόδιο για να μπει στο νόμο. Καταριέται την κακή τύχη. Τα πρώτα χρόνια χωρίς συγκρατημό και δυνατά, αργότερα, όσο γεράζει, μουρμουρίζει μόνο. Αρχίζει να παιδιαρίζει και, μια και μελετώντας χρόνια το θυρωρό γνώρισε και τους ψύλλους του γούνινου γιακά του, παρακαλεί και τους ψύλλους να τον βοηθήσουν και ν' αλλάξουν τη γνώμη του θυρωρού. Τέλος, το φως λιγοστεύει και δεν ξέρει αν γύρω του αλήθεια σκοτεινιάζει, ή αν μονάχα τα μάτια του τον απατούν. Ωστόσο, αναγνωρίζει τώρα μια λάμψη μέσα στο σκοτάδι, που ξεχύνεται άσβεστη μέσα από του νόμου την πόρτα. Δεν έχει πια πολλή ζωή. Πριν από το θάνατό του σμίγουν οι πείρες όλης του της ζωής σε ένα ερώτημα, που δεν είχε κάνει ως σήμερα στο θυρωρό. Του γνέφει, γιατί δεν μπορεί πια ν' ανασηκώσει το ξυλιασμένο του κορμί. Ο θυρωρός πρέπει να σκύψει πολύ κοντά του, γιατί το ύψος του ανθρώπου έχει πολύ αλλάξει. “Τι θες λοιπόν ακόμα να μάθεις;” ρωτά ο θυρωρός, “Είσαι αχόρταγος...”, “Όλοι μάχονται για το νόμο”, λέει ο άνθρωπος, “πώς τυχαίνει να μη ζητά κανένας άλλος εκτός από μένα να μπει;” Ο θυρωρός νιώθει πως ο άνθρωπος αγγίζει κιόλας στο τέλος και, για να φτάσει την ακοή του που χάνεται, ουρλιάζει: “Κανένας άλλος δε μπορούσε να γίνει δεκτός εδώ, γιατί η είσοδος ήταν για σένα προορισμένη. Πηγαίνω τώρα να την κλείσω”».
Τσεχοεβραίος συγγραφέας που έγραψε στη γερμανική γλώσσα. Ένας από τους σημαντικότερους λογοτέχνες του 20ού αιώνα. Διήγαγε στην Πράγα μετριότατη ζωή δημοσίου υπαλλήλου και δέχτηκε χωρίς μεγάλο ενθουσιασμό να δημοσιευθούν μερικά έργα του όσο ζούσε. Την εποχή του θανάτου του –πέθανε από φυματίωση σε σανατόριο– ο Κάφκα ήταν αναγνωρισμένος μόνο από μια μικρή λογοτεχνική συντροφιά. Το όνομα και το έργο του δεν θα είχαν επιζήσει αν ο φίλος του Μαξ Μπροντ είχε ακολουθήσει τη διαθήκη του, στην οποία ζητούσε να καταστρέψει όλα τα αδημοσίευτα χειρόγραφα και να μην επανεκδώσει όσα είχαν ήδη τυπωθεί.
Στα έργα του εκφράζεται η απελπισία του ανθρώπου μπροστά στον παραλογισμό του κόσμου και η αντίθεση μεταξύ της πραγματικότητας και του ονείρου. Μοντερνιστής, με μια ιδιαίτερη προσωπική έκφραση, το έργο του δεν μπορεί να καταταγεί κάπου συγκεκριμένα, στον εξπρεσιονισμό ή στον υπερρεαλισμό.
Το πρόσωπο του πατέρα του Κάφκα δεσπόζει στο έργο του και στη ζωή του ως απαγορευτική μορφή που τον είχε διαποτίσει με ένα αίσθημα ανικανότητας, νιώθοντας ότι του είχε τσακίσει τη θέληση. Η σύγκρουση με τον πατέρα ανακλάται στο διήγημά του Η κρίση και προβάλλεται σε μεγαλύτερη κλίμακα στα μυθιστορήματά του, όπου με έναν λόγο διάφανο και παραπλανητικά απλό, σκιαγραφείται ένας κεντρικός ήρωας ο Κ., ο οποίος αγωνίζεται απεγνωσμένα εναντίον μιας συντριπτικά ισχυρής δύναμης που είτε καταδιώκει το θύμα, όπως συμβαίνει στη Δίκη, είτε το θύμα της την αναζητεί παντού προκαλώντας την μάταια να την αποδεχθεί, όπως συμβαίνει στον Πύργο. Αλλά οι ρίζες της αγωνίας και της απόγνωσης στον Κάφκα πηγαίνουν βαθύτερα από τη σχέση με τον πατέρα του και την οικογένειά του, με την οποία διάλεξε να ζήσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του ως ενήλικος, και μάλιστα ανταποκρινόμενος στις προσδοκίες τους αφού τον θεωρούσαν καλό και υπάκουο παιδί. Η πηγή της απόγνωσης στον Κάφκα βρίσκεται σε μια αίσθηση έσχατης απομόνωσης, πέρα από κάθε πραγματική επικοινωνία με όλα τα ανθρώπινα όντα, καθώς και με τον θεό ή, όπως έλεγε, με το αληθινό, άφθαρτο Ον.
Στη μετέπειτα ζωή του συνέχισε να απορρίπτει τον καπιταλισμό ως «κατάσταση του κόσμου και του πνεύματος», απορρίπτοντας μάλιστα και τον κόσμο των αισθήσεων γενικά, ως μια αμαρτωλή απόκλιση από το όντως Ον. Άλλα σημαντικά έργα του, από μυθιστορήματα: Αμερική, από διηγήματα: Περισυλλογή, Η κρίση, Η μεταμόρφωση, Στην αποικία των τιμωρημένων κ.ά.
Η δίκη
Η υπόθεση:
Ο Κ. ένα πρωί ξυπνώντας συλλαμβάνεται χωρίς να του απαγγελθούν κατηγορίες. Του ανακοινώνουν ότι θα δικαστεί χωρίς όμως να διευκρινίζεται ο χρόνος. Χωρίς να γνωρίζει τις κατηγορίες θα προσπαθήσει να αποδείξει την αθωότητα του, μπλέκοντας στους δαιδαλώδεις λαβύρινθους του δικαστηρίου και στα γρανάζια ενός απρόσωπου κρατικού μηχανισμού και διαπιστώνοντας σιγά σιγά ότι όλος ο κόσμος είναι μια προέκταση αυτού. Η αγωνία για το άγνωστο, ο φόβος, ο παραλογισμός, το άγχος, οι λαβύρινθοι της γραφειοκρατίας, και το αίσθημα ενοχής και ανάγκης συμβιβασμού, είναι μόνο μερικά από τα συναισθήματα στα οποία υποβάλλεται ο ήρωας.
Ένα μικρό απόσπασμα
«Μπροστά στο νόμο στέκει ένας θυρωρός, σ' αυτό το θυρωρό έρχεται ένας χωρικός και ζητά να μπει μέσα. Μα ο θυρωρός λέει πως δεν μπορεί να τον αφήσει τώρα να μπει. Ο άνθρωπος συλλογιέται και ύστερα ρωτά μήπως θα μπορούσε να μπει αργότερα.
“Ίσως”, λέει ο θυρωρός, “τώρα όμως όχι”. Η πόρτα είναι ανοιχτή όπως πάντα και καθώς παραμερίζει ο θυρωρός, σκύβει ο άνθρωπος, για να κοιτάξει μέσα από την πόρτα. Μόλις το αντιλήφθηκε αυτό ο θυρωρός, γελά και λέει: “Αν το τραβά η όρεξή σου, δοκίμασε να μπεις, μ' όλο που σου το απαγόρεψα. Πρόσεξε όμως: είμαι δυνατός. Και δεν είμαι παρά ο πιο κάτω απ' όλους τους θυρωρούς. Από αίθουσα σ' αίθουσα είναι κι άλλοι θυρωροί, ο ένας πιο δυνατός από τον άλλο. Τη θέα του τρίτου μόλις, ούτ' εγώ μπορώ να την αντέξω”. Τέτοιες δυσκολίες δεν τις περίμενε ο χωρικός. Ο νόμος ωστόσο πρέπει να 'ναι στον καθένα και πάντα προσιτός, σκέπτεται, και καθώς τώρα κοιτάζει προσεχτικά το θυρωρό, τυλιγμένο στο γούνινο πανωφόρι του, τη μεγάλη σουβλερή του μύτη, τη μακριά, αραιή, μαύρη, τατάρικη γενειάδα, αποφασίζει να περιμένει καλύτερα ίσαμε να πάρει την άδεια να μπει. Ο θυρωρός του δίνει ένα σκαμνί και τον αφήνει να καθίσει πλάι στην πόρτα. Εκεί δα κάθεται μέρες και χρόνια. Κάνει πολλές προσπάθειες να του επιτρέψουν να μπει, και κουράζει το θυρωρό με τα παρακάλια του. Ο θυρωρός τού κάνει συχνά μικρορωτήματα, σαν αυτά που κάνουν οι μεγάλοι κύριοι, και στο τέλος του λέει ολοένα πως δεν μπορεί ακόμα να τον αφήσει να μπει. Ο άνθρωπος, που ήταν καλά εφοδιασμένος για το ταξίδι του, ξόδεψε όλα, ακόμη κι ό,τι πολύτιμο είχε, σε δωροδοκίες για το θυρωρό. Εκείνος τα δέχεται όλα και ύστερα λέει: “Τα δέχομαι μόνο και μόνο για να μη νομίσεις πως παράλειψες τίποτα”. Όλα αυτά τα πολλά χρόνια ο άνθρωπος παρατηρεί το θυρωρό σχεδόν αδιάκοπα. Αποξεχνά τους άλλους θυρωρούς, κι αυτός ο πρώτος τού φαίνεται το μοναδικό εμπόδιο για να μπει στο νόμο. Καταριέται την κακή τύχη. Τα πρώτα χρόνια χωρίς συγκρατημό και δυνατά, αργότερα, όσο γεράζει, μουρμουρίζει μόνο. Αρχίζει να παιδιαρίζει και, μια και μελετώντας χρόνια το θυρωρό γνώρισε και τους ψύλλους του γούνινου γιακά του, παρακαλεί και τους ψύλλους να τον βοηθήσουν και ν' αλλάξουν τη γνώμη του θυρωρού. Τέλος, το φως λιγοστεύει και δεν ξέρει αν γύρω του αλήθεια σκοτεινιάζει, ή αν μονάχα τα μάτια του τον απατούν. Ωστόσο, αναγνωρίζει τώρα μια λάμψη μέσα στο σκοτάδι, που ξεχύνεται άσβεστη μέσα από του νόμου την πόρτα. Δεν έχει πια πολλή ζωή. Πριν από το θάνατό του σμίγουν οι πείρες όλης του της ζωής σε ένα ερώτημα, που δεν είχε κάνει ως σήμερα στο θυρωρό. Του γνέφει, γιατί δεν μπορεί πια ν' ανασηκώσει το ξυλιασμένο του κορμί. Ο θυρωρός πρέπει να σκύψει πολύ κοντά του, γιατί το ύψος του ανθρώπου έχει πολύ αλλάξει. “Τι θες λοιπόν ακόμα να μάθεις;” ρωτά ο θυρωρός, “Είσαι αχόρταγος...”, “Όλοι μάχονται για το νόμο”, λέει ο άνθρωπος, “πώς τυχαίνει να μη ζητά κανένας άλλος εκτός από μένα να μπει;” Ο θυρωρός νιώθει πως ο άνθρωπος αγγίζει κιόλας στο τέλος και, για να φτάσει την ακοή του που χάνεται, ουρλιάζει: “Κανένας άλλος δε μπορούσε να γίνει δεκτός εδώ, γιατί η είσοδος ήταν για σένα προορισμένη. Πηγαίνω τώρα να την κλείσω”».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου