Κυριακή 4 Δεκεμβρίου 2011

Πλάτωνας - Ο μύθος του σπηλαίου

Πλάτων (Αθήνα 427-348/347). Μαζί με τον Σωκράτη και τον Αριστοτέλη κορυφαίος φιλόσοφος. Αριστοκρατικής καταγωγής, γνωρίζοντας τον Σωκράτη εγκαταλείπει την ποίηση και την πολιτική και στρέφεται οριστικά στη φιλοσοφία. Ταξίδεψε στην Αίγυπτο, στην Ιταλία και στη Σικελία. Το 387 ιδρύει φιλοσοφική σχολή, την Ακαδημία. Έγραψε περί τους 30 διαλόγους (Συμπόσιο, Πολιτεία, Φαίδρος, Τίμαιος, Νόμοι κ.ά.), όπου συνήθως ο Σωκράτης με τη μαιευτική μέθοδο, ανοίγει τον δρόμο για τη διαλεκτική πορεία της ανόδου προς τις ιδέες (του αγαθού, της αλήθειας, του κάλλους), δηλαδή τα καθαρά αρχέτυπα, των οποίων είδωλα ή μιμήματα αποτελούν τα αντικείμενα του κόσμου τούτου, εισερχόμενος έτσι στο θέμα της αθανασίας της ψυχής. Επίσης σχεδιάζει μια ιδανική πολιτεία την οποία κυβερνούν οι φιλόσοφοι, οι έχοντες την αντίληψη της δικαιοσύνης πάνω στην ιδέα του αγαθού.

Τον μύθο του σπηλαίου ο Πλάτων τον εμπνεύσθηκε πριν από σχεδόν 25 αιώνες. Στη σημερινή εποχή, που είναι τόσο διαφορετική από τη δική του, ο μύθος είναι παραπάνω από επίκαιρος. Ο σύγχρονος άνθρωπος μέσα στη συνεχώς εξελισσόμενη τεχνολογία έχει ξεφύγει από τον προορισμό του. Έλκεται και παρασύρεται από τις εικόνες που δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα, και βαδίζει χωρίς ιδανικά, οράματα και καθόλου πρότυπα. Το σπήλαιον συμβολίζει την κατάσταση ύπνωσης που βρίσκονται οι άνθρωποι-δεσμώτες οι οποίοι χρειάζεται να αποσπασθούν προκειμένου να αφυπνισθούν για να εξέλθουν στο φως.
Το σπήλαιο σήμερα είναι τα διάφορα μέσα, άλλα εμφανή άλλα ανεκδήλωτα, τα οποία προσπαθούν να υποτάξουν μαζικά τη συνείδηση των λαών. Ένα απτό παράδειγμα είναι η τηλεόραση, μια ψευδής εικόνα που εξουσιάζει, χειραγωγεί, κατευθύνει και αποπροσανατολίζει τον άνθρωπο από τον αληθινό του κόσμο και τον αφήνει στις φαντασιώσεις του.

Αναπαράσταση του σπηλαίου

Παρατίθεται ολόκληρη η περικοπή της μυθοπλασίας του σπηλαίου που αν μελετηθεί θα προβληματίσει τον σκεπτόμενο άνθρωπο.


Πολιτεία Βιβλίο Ζ

ΑΡΧΑΙΟ ΚΕΙΜΕΝΟ & ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ (Kαι σε αντιστοίχηση

[514a] Μετ τατα δ, επον, πεκασον τοιοτ πθει τν μετραν φσιν παιδεας τε πρι κα παιδευσας. δ γρ νθρπους οον ν καταγείῳ οκσει σπηλαιδει, ναπεπταμνην πρς τ φς τν εσοδον χοσ μακρν παρ πν τ σπλαιον, ν τατ κ παδων ντας ν δεσμος κα τ σκλη κα τος αχνας, στε μνειν τε ατος ες τε τ [b.] πρσθεν μνον ρν, κκλ δ τς κεφαλς π το δεσμο δυντους περιγειν, φς δ ατος πυρς νωθεν κα πρρωθεν καμενον πισθεν ατν, μεταξ δ το πυρς κα τν δεσμωτν πνω δν, παρ’ ν δ τειχον παρκοδομημνον, σπερ τος θαυματοποιος πρ τν νθρπων πρκειται τ παραφργματα, πρ ν τ θαματα δεικνασιν.
Ορ, φη.
Ορα τονυν παρ τοτο τ τειχον φροντας νθρπους [c.] σκεη τε παντοδαπ περχοντα το τειχου κα νδριντας [515a] κα λλα ζα λθιν τε κα ξλινα κα παντοα εργασμνα, οον εκς τος μν φθεγγομνους, τος δ σιγντας τν παραφερντων.
Ατοπον, φη, λγεις εκνα κα δεσμτας τπους.
Ομοους μν, ν δ’ γ· τος γρ τοιοτους πρτον μν αυτν τε κα λλλων οει ν τι ωρακναι λλο πλν τς σκις τς π το πυρς ες τ καταντικρ ατν το σπηλαου προσπιπτοσας;
Πς γρ, φη, ε κιντους γε τς κεφαλς χειν ναγκα[b.]σμνοι εεν δι βου;
Τ δ τν παραφερομνων; ο τατν τοτο;
Τ μν;
Ε ον διαλγεσθαι οο τ’ εεν πρς λλλους, ο τατα γ ν τ ντα ατος νομζειν περ ρεν;
᾿Ανγκη.
Τ δ’ ε κα χ τ δεσμωτριον κ το καταντικρ χοι; πτε τις τν παριντων φθγξαιτο, οει ν λλο τι ατος γεσθαι τ φθεγγμενον τν παριοσαν σκιν;
Μ Δ’ οκ γωγ’, φη.
[c.] Παντπασι δ, ν δ’ γ, ο τοιοτοι οκ ν λλο τι νομζοιεν τ ληθς τς τν σκευαστν σκις.
Πολλ νγκη, φη.
Σκπει δ, ν δ’ γ, ατν λσιν τε κα ασιν τν τε δεσμν κα τς φροσνης, οα τις ν εη, ε φσει τοιδε συμβανοι ατος· πτε τις λυθεη κα ναγκζοιτο ξαφνης νστασθα τε κα περιγειν τν αχνα κα βαδζειν κα πρς τ φς ναβλπειν, πντα δ τατα ποιν λγο τε κα δι τς μαρμαρυγς δυνατο καθορν κενα ν [d.] ττε τς σκις ἑώρα, τ ν οει ατν επεν, ε τις ατ λγοι τι ττε μν ἑώρα φλυαρας, νν δ μλλν τι γγυτρω το ντος κα πρς μλλον ντα τετραμμνος ρθτερον βλποι, κα δ κα καστον τν παριντων δεικνς ατ ναγκζοι ρωτν ποκρνεσθαι τι στιν; οκ οει ατν πορεν τε ν κα γεσθαι τ ττε ρμενα ληθστερα τ νν δεικνμενα;
Πολ γ’, φη.
[e.] Οκον κν ε πρς ατ τ φς ναγκζοι ατν βλπειν, λγεν τε ν τ μματα κα φεγειν ποστρεφμενον πρς κενα δναται καθορν, κα νομζειν τατα τ ντι σαφστερα τν δεικνυμνων;
Οτως, φη.
Ε δ, ν δ’ γ, ντεθεν λκοι τις ατν βίᾳ δι τραχεας τς ναβσεως κα νντους, κα μ νεη πρν ξελκσειεν ες τ το λου φς, ρα οχ δυνσθα τε [516a] ν κα γανακτεν λκμενον, κα πειδ πρς τ φς λθοι, αγς ν χοντα τ μματα μεστ ρν οδ’ ν ν δνασθαι τν νν λεγομνων ληθν;
Ο γρ ν, φη, ξαφνης γε.
Συνηθεας δ ομαι δοιτ’ ν, ε μλλοι τ νω ψεσθαι. κα πρτον μν τς σκις ν ῥᾷστα καθορ, κα μετ τοτο ν τος δασι τ τε τν νθρπων κα τ τν λλων εδωλα, στερον δ ατ· κ δ τοτων τ ν τ οραν κα ατν τν ορανν νκτωρ ν ῥᾷον θεσαιτο, προσβλπων τ τν [b.] στρων τε κα σελνης φς, μεθ’ μραν τν λιν τε κα τ το λου.
Πς δ’ ο;
Τελευταον δ ομαι τν λιον, οκ ν δασιν οδ’ ν λλοτρίᾳ δρ φαντσματα ατο, λλ’ ατν καθ’ ατν ν τ ατο χρ δναιτ’ ν κατιδεν κα θεσασθαι οἷός στιν.
᾿Αναγκαον, φη.
Κα μετ τατ’ ν δη συλλογζοιτο περ ατο τι οτος τς τε ρας παρχων κα νιαυτος κα πντα πιτρο[c.]πεων τ ν τ ρωμν τπ, κα κενων ν σφες ἑώρων τρπον τιν πντων ατιος.
Δλον, φη, τι π τατα ν μετ’ κενα λθοι.
Τ ον; ναμιμνσκμενον ατν τς πρτης οκσεως κα τς κε σοφας κα τν ττε συνδεσμωτν οκ ν οει ατν μν εδαιμονζειν τς μεταβολς, τος δ λεεν;
Κα μλα.
Τιμα δ κα παινοι ε τινες ατος σαν ττε παρ’ λλλων κα γρα τ ξτατα καθορντι τ παριντα, κα μνημονεοντι μλιστα σα τε πρτερα ατν κα στερα [d.] εἰώθει κα μα πορεεσθαι, κα κ τοτων δ δυναττατα πομαντευομν τ μλλον ξειν, δοκες ν ατν πιθυμητικς ατν χειν κα ζηλον τος παρ’ κενοις τιμωμνους τε κα νδυναστεοντας, τ το Ομρου ν πεπονθναι κα σφδρα βολεσθαι “προυρον ἐόντα θητευμεν λλ νδρ παρ’ κλρ” κα τιον ν πεπονθναι μλλον ’κεν τε δοξζειν κα κενως ζν;
[e.] Οτως, φη, γωγε ομαι, πν μλλον πεπονθναι ν δξασθαι ζν κενως.
Κα τδε δ ννησον, ν δ’ γ. ε πλιν τοιοτος καταβς ες τν ατν θκον καθζοιτο, ρ’ ο σκτους <ν> νπλεως σχοη τος φθαλμος, ξαφνης κων κ το λου;
Κα μλα γ’, φη.
Τς δ δ σκις κενας πλιν ε δοι ατν γνωματεοντα διαμιλλσθαι τος ε δεσμταις κενοις, ν μβλυττει, [517a] πρν καταστναι τ μματα, οτος δ’ χρνος μ πνυ λγος εη τς συνηθεας, ρ’ ο γλωτ’ ν παρσχοι, κα λγοιτο ν περ ατο ς ναβς νω διεφθαρμνος κει τ μματα, κα τι οκ ξιον οδ πειρσθαι νω ἰέναι; κα τν πιχειροντα λειν τε κα νγειν, ε πως ν τας χερσ δναιντο λαβεν κα ποκτενειν, ποκτεινναι ν;
Σφδρα γ’, φη.
Τατην τονυν, ν δ’ γ, τν εκνα, φλε Γλακων, [b.] προσαπτον πασαν τος μπροσθεν λεγομνοις, τν μν δι’ ψεως φαινομνην δραν τ το δεσμωτηρου οκσει φομοιοντα, τ δ το πυρς ν ατ φς τ το λου δυνμει· τν δ νω νβασιν κα θαν τν νω τν ες τν νοητν τπον τς ψυχς νοδον τιθες οχ μαρτσ τς γ’ μς λπδος, πειδ τατης πιθυμες κοειν. θες δ που οδεν ε ληθς οσα τυγχνει.


Μετάφραση στα νεοελληνικά

Μετά από αυτά όμως, είπα, φαντάσου την ανθρώπινη φύση ως προς την παιδεία και την απαιδευσία, σαν μια εικόνα που παριστάνει μια τέτοια κατάσταση. Δες λοιπόν με τη φαντασία σου ανθρώπους που κατοικούν μέσα σε μια σπηλιά κάτω από τη γη, που να έχει την είσοδό της ψηλά στην οροφή, προς το φως, σε όλο το μήκος της σπηλιάς μέσα της να είναι άνθρωποι αλυσοδεμένοι από την παιδική ηλικία στα πόδια και στον αυχένα, έτσι ώστε να είναι καρφωμένοι στο ίδιο σημείο και να μπορούν να βλέπουν μόνο μπροστά τους και να μην είναι σε θέση, εξαιτίας των δεσμών, να στρέφουν τα κεφάλια τους ολόγυρα. Κι οι ανταύγειες της φωτιάς που καίει πίσω τους να είναι πάνω και μακριά από αυτούς. Και ανάμεσα στη φωτιά και στους δεσμώτες, προς τα πάνω, να υπάρχει ένας δρόμος που στο πλάι του να είναι χτισμένο ένα τοιχάκι, όπως τα παραπετάσματα που τοποθετούν οι θαυματοποιοί μπροστά από τους ανθρώπους, και πάνω απ' αυτά τους επιδεικνύουν τα ταχυδακτυλουργικά τους.
Βλέπω, είπε.
Φαντάσου λοιπόν κοντά σε τούτο το τοιχάκι, ανθρώπους να μεταφέρουν αντικείμενα κάθε είδους, που προεξέχουν από το τοιχάκι, καθώς και ανδριάντες και κάποια άλλα αγάλματα ζώων, πέτρινα και ξύλινα και κατασκευασμένα με κάθε είδους υλικό, και, όπως είναι φυσικό, από αυτούς που τα μεταφέρουν άλλοι μιλούν και άλλοι μένουν σιωπηλοί.
Παράδοξη εικόνα περιγράφεις, και παράδοξους συνάμα δεσμώτες, είπε.
Μα είναι όμοιοι με μας, είπα εγώ και πρώτα και κύρια, νομίζεις πως αυτοί έχουν δει κάτι άλλο από τους εαυτούς τους και τους υπόλοιπους που είναι μαζί, εκτός από τις σκιές που δημιουργεί η φωτιά, και που αντανακλούν ακριβώς απέναντί τους στον τοίχο της σπηλιάς;
Μα πως είναι δυνατόν, είπε, αφού είναι αναγκασμένοι να κρατάνε ακίνητα τα κεφάλια τους εφ' όρου ζωής;
Κι από αυτά που μεταφέρονται ; Δεν θα έχουν δει ακριβώς το ίδιο;
Τι άλλο;
Κι αν θα μπορούσαν να συνομιλούν μεταξύ τους, δεν νομίζεις πως σ' αυτά που βλέπουν θεωρούν πως αναφέρονται οι ονομασίες που δίνουν;
Αναγκαστικά.
Τι θα συνέβαινε, αν το δεσμωτήριο τους έστελνε αντίλαλο από τον απέναντι τοίχο, κάθε φορά που κάποιος από τους περαστικούς μιλούσε, νομίζεις πως θα θεωρούσαν πως αυτός που μιλάει είναι τίποτε άλλο από τη φευγαλέα σκιά;
Μα το Δία, όχι βέβαια, είπε.
Και σε κάθε περίπτωση, είπα εγώ, αυτοί δεν θα θεωρούν τίποτα άλλο σαν αληθινό, παρά τις σκιές των αντικειμένων.
Απόλυτη ανάγκη, είπε.
Σκέψου όμως, είπα εγώ, ποια θα μπορούσε να είναι η λύτρωσή τους και η θεραπεία τους και από τα δεσμά κι από την αφροσύνη, αν τους συνέβαιναν τα εξής: Αν κάθε φορά, δηλαδή, που θα λυνόταν κάποιος και θ' αναγκαζόταν ξαφνικά να σταθεί και να βαδίσει και να γυρίσει τον αυχένα του και να δει προς το φως, κι όλ' αυτά θα τα έκανε με μεγάλους πόνους και μέσα από τα λαμπυρίσματα δεν θα μπορούσε να διακρίνει εκείνα, που μέχρι τότε έβλεπε τις σκιές τους, τι νομίζεις πως θ' απαντούσε αυτός, αν κάποιος του έλεγε πως τότε έβλεπε φλυαρίες, ενώ τώρα είναι κάπως πιο κοντά στο ον και πως έχει στραφεί προς όντα που πραγματικά και βλέπει με σωστότερο τρόπο, και αν του έδειχνε το καθένα από αυτά που περνούσαν, ρωτώντας τον τι είναι και αναγκάζοντάς τον ν' αποκριθεί, δεν νομίζεις πως αυτός θ' απορούσε και θα νόμιζε πως αυτά που έβλεπε τότε ήταν πιο αληθινά από τα τωρινά που του δείχνουν;
Και πολύ μάλιστα, είπε.
Κι αν λοιπόν τον ανάγκαζε να βλέπει προς το ίδιο το φως, δεν θα πονούσαν τα μάτια του και δεν θα έφευγε για να ξαναγυρίσει σ' εκείνα που μπορεί να δει καλά, και δεν θα νόμιζε πως εκείνα στην πραγματικότητα είναι πιο ευκρινή από αυτά που του δείχνουν;
Έτσι, είπε.
Και αν, είπα εγώ, τον τραβούσε κανείς με τη βία από εκεί, μέσα από ένα δρόμο κακοτράχαλο κι ανηφορικό, και δεν τον άφηνε, πριν τον τραβήξει έξω στο φως του ήλιου, δεν θα υπέφερε τάχα και δεν θα αγανακτούσε όταν τον έπαιρναν, κι αφού θα έφτανε στο φως, δεν θα πλημμύριζαν τα μάτια του από τη λάμψη και δεν θα του ήταν αδύνατο να δει ακόμα κι ένα απ' αυτά που τώρα ονομάζονται αληθινά;
Όχι βέβαια, δεν θα μπορούσε έτσι ξαφνικά, είπε.
Έχω την εντύπωση πως θα χρειαζόταν να συνηθίσει, αν σκοπεύει να δει τα πράγματα που είναι πάνω. Και στην αρχή θα μπορούσε πολύ εύκολα να διακρίνει καλά τις σκιές, και μετά απ' αυτό, πάνω στην επιφάνεια του νερού τα είδωλα των ανθρώπων και των άλλων πραγμάτων, και κατόπιν αυτά τα ίδια. Και μετά από αυτά, τ' αντικείμενα που είναι στον ουρανό και τον ίδιο τον ουρανό θα μπορούσε να δει ευκολότερα τη νύχτα, βλέποντας το φως των άστρων και της σελήνης, παρά στη διάρκεια της μέρας, τον ήλιο και το ηλιόφως.
Πως όχι;
Τελευταίο θα μπορούσε νομίζω να δει τον ήλιο, όχι στην επιφάνεια του νερού ούτε σε κάποια διαφορετική θέση τα είδωλά του, αλλά θα μπορούσε να δει καλά τον ήλιο καθαυτό στο δικό του τόπο και να παρατηρήσει προσεκτικά τι είδους είναι.
Κατ' ανάγκη, είπε.
Και μετά θα συλλογιζόταν τότε για κείνον, πως αυτός είναι που ρυθμίζει τις εποχές και τους χρόνους και που κανονίζει τα πάντα στον ορατό κόσμο, καθώς και ο αίτιος, κατά κάποιο τρόπο, όλων εκείνων που έβλεπαν αυτοί.
Είναι φανερό, είπε, πως αυτά θα συμπεράνει ύστερα από τα προηγούμενα.
Τι λες λοιπόν; Όταν αναλογίζεται την πρώτη του κατοικία και την εκεί σοφία που είχε αυτός και οι τότε συνδεσμώτες του, δεν νομίζεις πως θα καλοτυχίζει τον εαυτό του για τούτη την αλλαγή και θα οικτίρει τους άλλους;
Και πολύ μάλιστα.
Κι αν υπήρχαν μεταξύ τους τότε κάποιες τιμές και έπαινοι και βραβεία γι' αυτόν που θα μπορούσε να διακρίνει πιο καθαρά αυτά που περνούσαν μπροστά από τα μάτια του και γι' αυτόν που θα μπορούσε να θυμηθεί περισσότερο ποια συνήθως περνούσαν πρώτα, ποια μετά και ποια ταυτόχρονα, και έτσι θα μπορεί να προβλέπει τι θα έρθει στο μέλλον, νομίζεις πως αυτός θα κατεχόταν από σφοδρή επιθυμία και θα ζήλευε τους τιμημένους από κείνους και τους μεταξύ εκείνων κυρίαρχους ή θα είχε πάθει αυτό που λέει ο Όμηρος, και πολύ θα επιθυμούσε "να ήταν ζωντανός στη γη κι ας δούλευε για άλλον, που είναι ο φτωχότερος" και θα προτιμούσε να έχει πάθει τα πάντα, παρά να νομίζει εκείνα που νόμιζε και να ζει έτσι εκεί;
Έτσι νομίζω τουλάχιστον, είπε, πως θα προτιμούσε να πάθει οτιδήποτε παρά να ζει έτσι.
Και τώρα βάλε στο μυαλό σου το εξής, είπα εγώ. Αν κατέβει αυτός πάλι και καθίσει στον ίδιο θρόνο, δεν θα ξαναγεμίσουν τάχα τα μάτια του σκοτάδι, αφού ήρθε ξαφνικά από τον ήλιο;
Και πολύ μάλιστα, είπε.
Αν χρειαζόταν ν' ανταγωνιστεί αυτός με κείνους τους παντοτινούς δεσμώτες, λέγοντας την άποψή του σχετικά με τις σκιές, καθόσον χρόνο η όρασή του είναι αμβλεία, πριν προσαρμοστούν τα μάτια του, και για να συνηθίσουν δεν θα χρειαζόταν και τόσο μικρός χρόνος, άραγε δεν θα προκαλούσε περιπαιχτικά γέλια και δεν θα έλεγαν γι' αυτόν πως με το ν' ανεβεί επάνω, γύρισε με καταστραμμένα τα μάτια του και πως δεν αξίζει ούτε να προσπαθήσουν καν να πάνε επάνω; Και αυτόν που θα επιχειρήσει να τους λύσει και να τους ανεβάσει, αν τους δινόταν κάπως η ευκαιρία να τον πιάσουν και να τον σκοτώσουν, δεν θα τον σκότωναν;
Αναμφίβολα, είπε.
Αυτή την εικόνα λοιπόν, φίλε μου Γλαύκωνα, είπα εγώ, πρέπει να την προσαρμόσεις σε όλα όσα είπαμε πρωτύτερα και να παρομοιάσεις τον ορατό κόσμο με την κατοικία του δεσμωτηρίου, και τη φωτιά που αντιφέγγιζε μέσα σ' αυτή με τη δύναμη του ηλιακού φωτός. Αν όμως παρομοιάσεις την ανάβαση και τη θέα των αντικειμένων, που βρίσκονται στον επάνω κόσμο, με την άνοδο της ψυχής στον νοητό κόσμο, δεν θα σφάλεις ως προς τη δική μου άποψη, αφού επιθυμείς να την ακούσεις.
 
Μετάφραση από http://dikaiopolis.pblogs.gr/

Ο μύθος του σπηλαίου σε video
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...