(Τραπεζόντα Σητείας 1553 - Χάνδακας 1613/1614).
Βενετοκρητικός ποιητής μέλος της Ακαδημίας του Στραβαγκάντι, την οποά ίδρυσε ο αδελφός του.
Είναι ο δημιουργός του Ερωτόκριτου,
από τα αριστουργήματα της λογοτεχνίας της Κρητικής Αναγέννησης. Είναι ένα λυρικό αφηγηματικό ποίημα 10.052 στίχων, ομοιοκατάληκτων δεκαπεντασύλλαβων. Έμμετρο μυθιστόρημα, με ποιητική ευαισθησία, κρητικό
ιδίωμα και ανάμεικτη γλώσσα, γύρω από
τον έρωτα του Ερωτόκριτου και της Αρετούσας και την τιμή, τη φιλία, το κουράγιο
και την παλληκαριά. Γράφτηκε περίπου το 1590-1610 και η φιλοσοφική του θεώρηση για
τον κόσμο είναι εκτός θρησκευτικών στοιχείων έχοντας θεμελιώδη έννοια τη φύση. Σώζεται
μόνο ένα χειρόγραφο του 1710 γραμμένο στην Κεφαλλονιά και πρωτοτυπώθηκε στη
Βενετία το 1713.
Η αρχή του ποιήματος
Βιτζέντζος είν’ ο ποιητής κ’ εις τη γενιά Κορνάρος,
που να βρεθεί ακριμάτιστος, όντε τον πάρη ο Χάρος.
Στη Στείαν εγεννήθηκε, στη Στείαν ενεθράφη,
εκεί ’καμε κ’ εκόπιασε ετούτα, που σας γράφει.
Στο Κάστρον* επαντρεύτηκε, σαν αρμηνεύγ’ η φύσι·
το τέλος του έχει να γενή, όπου ο Θεός ορίση.
*Ηράκλειο
Ερωτόκριτος και Αρετούσα από τον Θεόφιλο |
Καταξιώνεται από τον Διονύσιο Σολωμό και κορυφώνεται ειδικά
από τον Γιώργο Σεφέρη.
Μελοποιήθηκε από τους Χριστόδουλο Χάλαρη και Σταύρο Ξαρχάκο.
Μελοποιήθηκε από τους Χριστόδουλο Χάλαρη και Σταύρο Ξαρχάκο.
από τον Μάνο Κατράκη
Tου Κύκλου τα γυρίσματα, που ανεβοκατεβαίνουν,
και του Τροχού, που ώρες ψηλά κι ώρες στα βάθη πηαίνουν·
με του Καιρού τα αλλάματα, που αναπαημό δεν έχουν,
μα στο Kαλό κ' εις το Kακό περιπατούν και τρέχουν·
και των Αρμάτω' οι ταραχές, όχθρητες, και τα βάρη,
του Έρωτα οι μπόρεσες και τση Φιλιάς η χάρη·
αυτά να μ' εκινήσασι τη σήμερον ημέραν,
ν' αναθιβάλω και να πω τά κάμαν και τά φέρας
μιά Κόρη κ' έναν ʼγουρο, που μπερδευτήκα' ομάδι
σε μια Φιλιάν αμάλαγη, με δίχως ασκημάδι.
Kαι τ' όνομά τση το γλυκύ το λέγαν Aρετούσα,
οι ομορφιές τση ήσαν πολλές, τα κάλλη τση ήσαν πλούσα.
Xαριτωμένο θηλυκό την ήκαμεν η Φύση,
κι η σιάτση δεν ευρίσκετο σ' Aνατολή και Δύση.
και του Τροχού, που ώρες ψηλά κι ώρες στα βάθη πηαίνουν·
με του Καιρού τα αλλάματα, που αναπαημό δεν έχουν,
μα στο Kαλό κ' εις το Kακό περιπατούν και τρέχουν·
και των Αρμάτω' οι ταραχές, όχθρητες, και τα βάρη,
του Έρωτα οι μπόρεσες και τση Φιλιάς η χάρη·
αυτά να μ' εκινήσασι τη σήμερον ημέραν,
ν' αναθιβάλω και να πω τά κάμαν και τά φέρας
μιά Κόρη κ' έναν ʼγουρο, που μπερδευτήκα' ομάδι
σε μια Φιλιάν αμάλαγη, με δίχως ασκημάδι.
Kαι τ' όνομά τση το γλυκύ το λέγαν Aρετούσα,
οι ομορφιές τση ήσαν πολλές, τα κάλλη τση ήσαν πλούσα.
Xαριτωμένο θηλυκό την ήκαμεν η Φύση,
κι η σιάτση δεν ευρίσκετο σ' Aνατολή και Δύση.
Kαι τ' όνομά του νιούτσικου Pωτόκριτο το λέγαν,
ήτονε τσ' αρετής πηγή και τσ' αρχοντιάς η φλέγα·
κι όλες τσι χάρες π' Oυρανός και τ' ʼστρη εγεννήσαν,
μ' όλες τον εμοιράνανε, μ' όλες τον εστολίσαν.
Kι όντεν η νύκτα η δροσερή κάθ' άνθρωπο αναπεύγει,
και κάθε ζο να κοιμηθεί τόπο να βρει γυρεύγει,
ήπαιρνεν το λαγούτο του, κ' εσιγανοπορπάτει,
κ' εκτύπαν το γλυκιά-γλυκιά ανάδια στο Παλάτι
ήτονε τσ' αρετής πηγή και τσ' αρχοντιάς η φλέγα·
κι όλες τσι χάρες π' Oυρανός και τ' ʼστρη εγεννήσαν,
μ' όλες τον εμοιράνανε, μ' όλες τον εστολίσαν.
Kι όντεν η νύκτα η δροσερή κάθ' άνθρωπο αναπεύγει,
και κάθε ζο να κοιμηθεί τόπο να βρει γυρεύγει,
ήπαιρνεν το λαγούτο του, κ' εσιγανοπορπάτει,
κ' εκτύπαν το γλυκιά-γλυκιά ανάδια στο Παλάτι
Τα θλιβερά μαντάτα
με τον Νίκο Ξυλούρη
Τ' άκουσες Αρετούσα μου τα θλιβερά μαντάτα
ο κύρης σου μ' εξόρισε εις τη ξενιτιάς στη στράτα
Τέσσερις μέρες μοναχά μου 'δωκε ν' ανιμένω
κ' ύστερα να ξενιτευτώ, πολύ μακριά να πηαίνω
και πώς να σ' αποχωριστώ και πώς θα σου μακρύνω
και πώς θα ζήσω δίχως σου, τον ξορισμόν εκείνο
Κατέχω ’το κι ο κύρης σου γρήγορα σε παντρεύει
ρηγόπουλο, αφεντόπουλο σαν είσ ’εσύ γυρεύει
και δεν μπορείς ν’ αντισταθείς σαν θέλουν οι γονείς σου
νικούν τηνε τη γνώμη σου κι αλλάζει κι όρεξη σου
Μια χάρη, αφέντρα, σου ζητώ κι εκείνη θέλω μόνο
Και μετά κείνη ολόχαρος τη ζήση μου τελειώνω:
Όταν θα αρραβωνιαστείς να βαριαναστενάξεις
κι όταν σαν νύφη στολιστείς σαν παντρεμένη αλλάξεις
ν’ αναδακρυώσης και να πης, «Ρωτόκριτε καημένε
τα σου’ταξα ελησμόνησα, τα ’θελες πια δεν έναι»
Και κάθε μήνα μια φορά μέσα στην κάμερά σου
λόγιαζε τα ’παθα για σε, να με πονεί η καρδιά σου
και πιάσε και τη ζωγραφιά που βρες στ' αρμάρι μέσα
και τα τραγούδια, που ’λεγα όπου πολύ σ’ αρέσαν
και διάβαζέ τα, θώρειε τα κι αναθυμού κι εμένα
πως μ' εξορίσανε για σε πολλή μακριά εις στα ξένα
Κι ας τάξω ο κακορίζικος πως δε σ’ είδα ποτέ μου
ένα κερί αυτούμενον εκράτουν κι έσβησέ μου
Ας τάξω πως επιάστηκα σε μιας γυναίκας τρίχα
έσπασε η τρίχα κ’ έχασα εις τον κόσμο ότι κι αν είχα
Λησμόνησε παντοτινά και διώξε κάθε ελπίδα
και πε πως δεν με γνώρισες κι ουτέ και ’γω πως σ’ είδα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου